ἐγκεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[mezclar]] ἥλιος ... πᾶσι ... τὸ παρ' [[αὐτοῦ]] φίλτρον ἐγκεράννυσιν Plu.2.780e.
|dgtxt=[[mezclar]] ἥλιος ... πᾶσι ... τὸ παρ' [[αὐτοῦ]] φίλτρον ἐγκεράννυσιν Plu.2.780e.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐγκεράννυμι]] και ἐγκεραννύω (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) [[ανακατώνω]] με [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[ανακατώνω]]<br /><b>3.</b> [[μηχανορραφώ]], [[δολοπλοκώ]], [[σκαρώνω]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκεράννῡμι Medium diacritics: ἐγκεράννυμι Low diacritics: εγκεράννυμι Capitals: ΕΓΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: enkeránnymi Transliteration B: enkerannymi Transliteration C: egkerannymi Beta Code: e)gkera/nnumi

English (LSJ)

or ἐγκεραννύω,

   A mix, esp. wine, οἶνόν τ' ἐγκεράσασα πιεῖν Il.8.189; τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Eub.94.1 (cf. ἐγκίρνημι) ; ἐ. τι εἰς ὄνομα Pl.Cra.427c:—Med., mix for oneself: metaph., concoct, πρήγματα μεγάλα Hdt.5.124; ἐγκεράσασθαι παιδιάν mix in a little amusement, Pl.Plt.268d, cf. Luc.Am.19.    II Pass., to be multiplied together, of numbers, Theol.Ar.45.

German (Pape)

[Seite 707] (s. κεράννυμι), einmischen, in Etwas mischen; οἶνον Il. 8, 188; Plat. Euthyd. 299 b; κρατῆρας ἐγκεραννύω Eubul. bei Ath. II, 36 b u. A. Auch von einem Buchstaben, πλεῖστον εἰς τὸ ὄνομα ἐνεκέρασε Plat. Crat. 427 c. – Med., oft übertr., anzetteln, anstiften, πρήγματα μεγἀλα Her. 5, 124; παιδιάν Plat. Polit. 268 d; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκεράννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -άσω ᾰ: - ἀναμιγνύω, ἰδίως ἐπὶ οἴνου, οἰνόν τ’ ἐγκεράσασα πιεῖν Ἰλ. Θ. 189· τρεῖς μόνους κρατῆρας ἐγκεραννύω Εὔβουλ. ἐν «Σεμέλῃ» 1. 1 (πρβλ. ἐγκίρνημι)· ἐγκ. τι εἴς τι Πλάτ. Κρατ. 427C: - Μέσ., ἀναμιγνύω δι’ ἐμαυτόν, καὶ μεταφ., παρασκευάζω, πρήγματα μεγάλα Ἡρόδ. 5. 124· ἐγκεράσασαθαι παιδιάν, ἀναμῖξαι παιδιάν, Πλάτ. Πολιτικ. 268D.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνεκέρασα;
Pass. ao. ἐνεκράθην, pf. ἐγκέκραμαι;
mêler dans : οἶνον IL mélanger du vin (dans des coupes) ; mêler l’un avec l’autre, confondre ensemble ; Pass. être mêlé ou mélangé;
Moy. ἐγκεράννυμαι se mêler à ; abs. mettre en mouvement : πρήγματα μεγάλα HDT machiner de grandes affaires.
Étymologie: ἐν, κεράννυμι.

Spanish (DGE)

mezclar ἥλιος ... πᾶσι ... τὸ παρ' αὐτοῦ φίλτρον ἐγκεράννυσιν Plu.2.780e.

Greek Monolingual

ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α)
1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό
2. ανακατώνω
3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω.