εἰστοξεύω: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Hdt.9.49, App.<i>BC</i> 4.121<br /><b class="num">1</b> tr. [[disparar flechas]] τὴν στρατιὴν ... ἐσακοντίζοντές τε καὶ ἐστοξεύοντες Hdt.l.c., τοὺς ... ἥκοντας ... ἠκροβολίζοντό τε ἀπὸ τῶν τειχῶν καὶ εἰσετόξευον Hld.9.5.6, c. ac. int. διὰ βιβλίων τινῶν ἃ ἐς τὸ στρατόπεδον ἐσετόξευε mediante escritos que lanzaba al campamento (sujetos a las flechas)</i>, D.C.48.25.3, en v. pas. ἐχθρῶν ... διὰ τὴν ἐγγύτητα ἐστοξεύεσθαι δυναμένων enemigos que debido a la proximidad podían ser alcanzados por las flechas</i> App.l.c.<br /><b class="num">2</b> intr., c. dat. [[clavarse]] fig. διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύοντα la pasión que se clava en las almas a través de los ojos</i> Hld.3.7.5.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Hdt.9.49, App.<i>BC</i> 4.121<br /><b class="num">1</b> tr. [[disparar flechas]] τὴν στρατιὴν ... ἐσακοντίζοντές τε καὶ ἐστοξεύοντες Hdt.l.c., τοὺς ... ἥκοντας ... ἠκροβολίζοντό τε ἀπὸ τῶν τειχῶν καὶ εἰσετόξευον Hld.9.5.6, c. ac. int. διὰ βιβλίων τινῶν ἃ ἐς τὸ στρατόπεδον ἐσετόξευε mediante escritos que lanzaba al campamento (sujetos a las flechas)</i>, D.C.48.25.3, en v. pas. ἐχθρῶν ... διὰ τὴν ἐγγύτητα ἐστοξεύεσθαι δυναμένων enemigos que debido a la proximidad podían ser alcanzados por las flechas</i> App.l.c.<br /><b class="num">2</b> intr., c. dat. [[clavarse]] fig. διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύοντα la pasión que se clava en las almas a través de los ojos</i> Hld.3.7.5.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰστοξεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] βέλη [[εναντίον]] κάποιου, [[σημαδεύω]]<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] προσαρμοσμένο σε [[βέλος]].
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰστοξεύω Medium diacritics: εἰστοξεύω Low diacritics: ειστοξεύω Capitals: ΕΙΣΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: eistoxeúō Transliteration B: eistoxeuō Transliteration C: eistokseyo Beta Code: ei)stoceu/w

English (LSJ)

   A shoot arrows at, Hdt.9.49.    II ἐς. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον shoot papers attached to arrows into.., D.C.48.25.    III metaph., τὰ ὁρώμενα τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται Hld.3.7.

German (Pape)

[Seite 746] hineinschießen; Her. 9, 49; D. Cass. 48, 25 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστοξεύω: ῥίπτω βέλη ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 49. ΙΙ. ἐστ. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον, ῥίπτω ἔσω δελτία προσηρτημένα εἰς τὰ βέλη, εἰς..., Δίων Κ. 48. 25.

French (Bailly abrégé)

lancer des flèches dans ou sur.
Étymologie: εἰς, τοξεύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.9.49, App.BC 4.121
1 tr. disparar flechas τὴν στρατιὴν ... ἐσακοντίζοντές τε καὶ ἐστοξεύοντες Hdt.l.c., τοὺς ... ἥκοντας ... ἠκροβολίζοντό τε ἀπὸ τῶν τειχῶν καὶ εἰσετόξευον Hld.9.5.6, c. ac. int. διὰ βιβλίων τινῶν ἃ ἐς τὸ στρατόπεδον ἐσετόξευε mediante escritos que lanzaba al campamento (sujetos a las flechas), D.C.48.25.3, en v. pas. ἐχθρῶν ... διὰ τὴν ἐγγύτητα ἐστοξεύεσθαι δυναμένων enemigos que debido a la proximidad podían ser alcanzados por las flechas App.l.c.
2 intr., c. dat. clavarse fig. διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύοντα la pasión que se clava en las almas a través de los ojos Hld.3.7.5.

Greek Monolingual

εἰστοξεύω (Α)
1. ρίχνω βέλη εναντίον κάποιου, σημαδεύω
2. ρίχνω κάτι προσαρμοσμένο σε βέλος.