δάπις: Difference between revisions
Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[alfombra]], [[tapiz]] Ar.<i>Pl</i>.528, <i>V</i>.676, Pherecr.199, Hermipp.63.23, <i>SEG</i> 29.146a.1.8 (Atenas IV a.C.), Men.<i>Dysc</i>.922, <i>Com.Adesp</i>.232.16Au., Plu.<i>Ages</i>.12, <i>Alex</i>.52, Luc.<i>DMeretr</i>.14.3, 4, Ael.Dion.δ 3, cf. τάπης.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Var. de τάπις, prob. por etim. pop. sobre [[δάπεδον]]. | |dgtxt=-ιδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[alfombra]], [[tapiz]] Ar.<i>Pl</i>.528, <i>V</i>.676, Pherecr.199, Hermipp.63.23, <i>SEG</i> 29.146a.1.8 (Atenas IV a.C.), Men.<i>Dysc</i>.922, <i>Com.Adesp</i>.232.16Au., Plu.<i>Ages</i>.12, <i>Alex</i>.52, Luc.<i>DMeretr</i>.14.3, 4, Ael.Dion.δ 3, cf. τάπης.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Var. de τάπις, prob. por etim. pop. sobre [[δάπεδον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δάπις]] (-ιδος), η (Α)<br />[[τάπητας]], [[χαλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό της λ. [[τάπις]] (-<i>ιδος</i>) (ή [[τάπης]], -<i>ητος</i>) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο <i>δ</i>= / <i>d</i> /) του αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί [[επίδραση]] και από τη λ. [[δάπεδον]], αν ληφθεί [[μάλιστα]] υπ' όψη ότι το [[δάπεδο]] [[συχνά]] [[είναι]] καλυμμένο με τάπητες]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ιδος, ἡ,
A = τάπης, carpet, rug, Ar.Pl.528, Pherecr.185, v.l. in X.Cyr.8.8.16, in pl.; Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Hermipp.63.23, cf. Ar.V.676.
German (Pape)
[Seite 523] ιδος, ἡ. Teppich, Xen. Cyr. 8, 8, 16; Ar. Plut. 528 u. öfter bei Ath.
Greek (Liddell-Scott)
δάπις: [ᾰ], ιδος, ἡ, ἕτερος τύπος τοῦ τάπης, στρῶμα λεπτόν, «ταπί», «χαλί», Ἀριστοφ. Πλ. 528, Φερεκρ. Κραπ. 8, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 16, κατὰ πληθ.· τὰ τῆς Καρχηδόνος εἶχον μεγάλην φήμην, Καρχηδὼν δάπιδας καὶ ποικίλα προσκεφάλαια Ἕρμιππ. Φορμ. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
tapis.
Étymologie: DELG altération de τάπις, avec pê influence de δάπεδον.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
alfombra, tapiz Ar.Pl.528, V.676, Pherecr.199, Hermipp.63.23, SEG 29.146a.1.8 (Atenas IV a.C.), Men.Dysc.922, Com.Adesp.232.16Au., Plu.Ages.12, Alex.52, Luc.DMeretr.14.3, 4, Ael.Dion.δ 3, cf. τάπης.
• Etimología: Var. de τάπις, prob. por etim. pop. sobre δάπεδον.
Greek Monolingual
δάπις (-ιδος), η (Α)
τάπητας, χαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό της λ. τάπις (-ιδος) (ή τάπης, -ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) του αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη λ. δάπεδον, αν ληφθεί μάλιστα υπ' όψη ότι το δάπεδο συχνά είναι καλυμμένο με τάπητες].