ἀχθοφορία: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Art</i>.63, Aret.<i>SD</i> 1.6.5<br />[[carga]], [[peso]] πίεξις καὶ ἀ. πᾶν κακὸν ... ἐστί Hp.l.c., c. gen. obj. βαρῶν τινων ἀχθοφορίαι Plu.2.1130d, cf. Poll.9.159<br /><b class="num">•</b>como actividad propia de esclavos, analfabetos o anim. junto a [[αἰχμαλωσία]] Luc.<i>Asin</i>.19, τοῖσι δὲ ἀπαιδεύτοισι ἀχθοφορίη Aret.l.c., c. gen. subjet. μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι M.Ant.7.3.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Art</i>.63, Aret.<i>SD</i> 1.6.5<br />[[carga]], [[peso]] πίεξις καὶ ἀ. πᾶν κακὸν ... ἐστί Hp.l.c., c. gen. obj. βαρῶν τινων ἀχθοφορίαι Plu.2.1130d, cf. Poll.9.159<br /><b class="num">•</b>como actividad propia de esclavos, analfabetos o anim. junto a [[αἰχμαλωσία]] Luc.<i>Asin</i>.19, τοῖσι δὲ ἀπαιδεύτοισι ἀχθοφορίη Aret.l.c., c. gen. subjet. μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι M.Ant.7.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀχθοφορία]], η (Α) [[αχθοφόρος]]<br /><b>1.</b> η [[μεταφορά]] φορτίου<br /><b>2.</b> ισχυρή [[πίεση]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθοφορία Medium diacritics: ἀχθοφορία Low diacritics: αχθοφορία Capitals: ΑΧΘΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: achthophoría Transliteration B: achthophoria Transliteration C: achthoforia Beta Code: a)xqofori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bearing of burdens, βαρῶν Plu.2.1130d (pl.), cf. Luc.Asin.19; μυρμήκων M.Ant.7.3; any heavy pressure, Hp.Art.63.

German (Pape)

[Seite 418] das Lasttragen, Luc. Asin. 19; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθοφορία: ἡ, τὸ ἀχθοφορεῖν, βαρῶν Πλούτ. 2. 1130D· πᾶσα βαρεῖα πίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829: - οὕτως, ἀχθοφόρημα, τό, Νικήτ. Χρον. 40C· -φορικός, ή, όν, κατάλληλος πρὸς τὸ φέρειν βάρη ἢ ἀνήκων εἰς ἀχθοφορίαν, Βασίλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Art.63, Aret.SD 1.6.5
carga, peso πίεξις καὶ ἀ. πᾶν κακὸν ... ἐστί Hp.l.c., c. gen. obj. βαρῶν τινων ἀχθοφορίαι Plu.2.1130d, cf. Poll.9.159
como actividad propia de esclavos, analfabetos o anim. junto a αἰχμαλωσία Luc.Asin.19, τοῖσι δὲ ἀπαιδεύτοισι ἀχθοφορίη Aret.l.c., c. gen. subjet. μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι M.Ant.7.3.

Greek Monolingual

ἀχθοφορία, η (Α) αχθοφόρος
1. η μεταφορά φορτίου
2. ισχυρή πίεση.