δινήεις: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. δινάεις Simon.59.2; eol. διννάεις Alc.38a.2<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. contr. δινᾶντος B.13.78]<br /><b class="num">1</b> [[que gira]], [[vertiginoso]], [[turbulento]] gener. de ríos Ξάνθου ἀπὸ δινήεντος <i>Il</i>.2.877, cf. 5.479, ποταμός <i>Il</i>.21.206, <i>Od</i>.6.89, <i>h.Hom</i>.21.2, B.l.c., Τηθὺς ... Ποταμοὺς τέκε δινήεντας Hes.<i>Th</i>.337, cf. <i>Fr</i>.180.4 (cj.), διννάεντ' Ἀχέροντα Alc.l.c., δινάεις ... Ἄναυρος Simon.l.c., δινᾶέν θ' ὕδωρ ποταμῶν E.<i>Cyc</i>.46, cf. D.Chr.33.20, Orph.<i>A</i>.791, [[δινήεις]] ῥόος del Bósforo, A.R.2.551, ἅλα δινήεσσαν Opp.<i>H</i>.1.632, τείρεα Q.S.5.10, [[ἄξων]] de un carro, Q.S.6.109, [[αἰθήρ]] Nonn.<i>D</i>.38.351, πυρόεσσα κρίσις δ. Γεέννης <i>GVI</i> 1952.9 (Tanagra V d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[circular]], [[redondo]] τάλαρος Mosch.2.55, τροχίσκος Androm.115, λόφος νησαῖος Nonn.<i>D</i>.2.456.
|dgtxt=-εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. δινάεις Simon.59.2; eol. διννάεις Alc.38a.2<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. contr. δινᾶντος B.13.78]<br /><b class="num">1</b> [[que gira]], [[vertiginoso]], [[turbulento]] gener. de ríos Ξάνθου ἀπὸ δινήεντος <i>Il</i>.2.877, cf. 5.479, ποταμός <i>Il</i>.21.206, <i>Od</i>.6.89, <i>h.Hom</i>.21.2, B.l.c., Τηθὺς ... Ποταμοὺς τέκε δινήεντας Hes.<i>Th</i>.337, cf. <i>Fr</i>.180.4 (cj.), διννάεντ' Ἀχέροντα Alc.l.c., δινάεις ... Ἄναυρος Simon.l.c., δινᾶέν θ' ὕδωρ ποταμῶν E.<i>Cyc</i>.46, cf. D.Chr.33.20, Orph.<i>A</i>.791, [[δινήεις]] ῥόος del Bósforo, A.R.2.551, ἅλα δινήεσσαν Opp.<i>H</i>.1.632, τείρεα Q.S.5.10, [[ἄξων]] de un carro, Q.S.6.109, [[αἰθήρ]] Nonn.<i>D</i>.38.351, πυρόεσσα κρίσις δ. Γεέννης <i>GVI</i> 1952.9 (Tanagra V d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[circular]], [[redondo]] τάλαρος Mosch.2.55, τροχίσκος Androm.115, λόφος νησαῖος Nonn.<i>D</i>.2.456.
}}
{{grml
|mltxt=[[δινήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[δίνη]]<br /><b>1.</b> (για ρεύματα) αυτός που έχει πολλές δίνες, [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> [[στρογγυλός]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δινήεις Medium diacritics: δινήεις Low diacritics: δινήεις Capitals: ΔΙΝΗΕΙΣ
Transliteration A: dinḗeis Transliteration B: dinēeis Transliteration C: dinieis Beta Code: dinh/eis

English (LSJ)

Dor. διν-άεις, Aeol. διννάεις Alc.Supp.7.2, εσσα, εν, gen. contr.

   A δινᾶντος B.12.78:— whirling, eddying, Ξάνθῳ ἐπὶ δινήεντι Il.5.479, cf. Od.6.89, Simon.53.2, E.Cyc.46, etc.    II rounded, ταλάροιο Mosch.2.55.

German (Pape)

[Seite 631] εσσα, εν, strudelreich ὁ δίνας ἔχων; bei Homer nur von Flüssen und nur im singular. mascul.: δινήεις Iliad. 21, 125; δινήεντος Iliad 2, 877. 14, 434. 21, 2. 22, 148. 24, 693 Odyss. 11 242; δινήεντι Iliad. 5, 479. 8, 490. 20, 392; δινήεντα Iliad. 21, 206. 332 Odyss. 6, 89. Vgl. βαθυδινήεις. – Eur. Cycl. 46 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 551; bei Mosch. 2, 55 ist τάλαρος δ. = der gerundete.

Greek (Liddell-Scott)

δῑνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, ῥέων στροβίλου δίκην, στροβιλώδης, Ξάνθῳ ἐπί δινήεντι Ἰλ. Ε. 479, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 89, Σιμων. 19, Βακχυλ. 12. 165 κ. ἀλλ. (Blass), κτλ. ΙΙ. στρογγύλος, τάλαρος Μόσχ. 2. 55.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
tournoyant.
Étymologie: δίνη.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν

• Alolema(s): dór. δινάεις Simon.59.2; eol. διννάεις Alc.38a.2

• Prosodia: [-ῑ-]

• Morfología: [gen. contr. δινᾶντος B.13.78]
1 que gira, vertiginoso, turbulento gener. de ríos Ξάνθου ἀπὸ δινήεντος Il.2.877, cf. 5.479, ποταμός Il.21.206, Od.6.89, h.Hom.21.2, B.l.c., Τηθὺς ... Ποταμοὺς τέκε δινήεντας Hes.Th.337, cf. Fr.180.4 (cj.), διννάεντ' Ἀχέροντα Alc.l.c., δινάεις ... Ἄναυρος Simon.l.c., δινᾶέν θ' ὕδωρ ποταμῶν E.Cyc.46, cf. D.Chr.33.20, Orph.A.791, δινήεις ῥόος del Bósforo, A.R.2.551, ἅλα δινήεσσαν Opp.H.1.632, τείρεα Q.S.5.10, ἄξων de un carro, Q.S.6.109, αἰθήρ Nonn.D.38.351, πυρόεσσα κρίσις δ. Γεέννης GVI 1952.9 (Tanagra V d.C.).
2 circular, redondo τάλαρος Mosch.2.55, τροχίσκος Androm.115, λόφος νησαῖος Nonn.D.2.456.

Greek Monolingual

δινήεις, -εσσα, -εν (Α) δίνη
1. (για ρεύματα) αυτός που έχει πολλές δίνες, ορμητικός
2. στρογγυλός.