ἀποκώλυσις: Difference between revisions
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(big3_6) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[impedimento]] ἀναβάσεων X.<i>Eq</i>.3.11, cf. I.<i>AI</i> 14.285. | |dgtxt=-εως, ἡ<br />[[impedimento]] ἀναβάσεων X.<i>Eq</i>.3.11, cf. I.<i>AI</i> 14.285. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀποκώλυσις]], η (Α)<br />το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει [[κανείς]] [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:57, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hindering, X.Eq.3.11, J.AJ14.11.5.
German (Pape)
[Seite 310] ἡ, das Verhindern, Verweigern, Xen. de re equ. 3. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκώλῡσις: -εως, ἡ, ἀποποίησις, ἄρνησις, ἐπὶ ἵππων μὴ δεχομένων τὸν χαλινὸν ἢ τὸν ἀναβάτην, τὰς δέ γε τῶν χαλινώσεων καὶ ἀναβάσεων ἀποκωλύσεις Ξεν. Ἱππ. 3. 11· κώλυσις, ἐμπόδιον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρέστ. 1571.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
empêchement.
Étymologie: ἀποκωλύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
impedimento ἀναβάσεων X.Eq.3.11, cf. I.AI 14.285.
Greek Monolingual
ἀποκώλυσις, η (Α)
το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει κανείς κάτι.