διασείω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(big3_11)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pas. perf. διασέσεισμαι Plu.2.1059a]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de n. concr. [[sacudir con brío o violencia]], [[agitar]], [[hacer temblar]] τὰς ἶνας Pl.<i>Ti</i>.85e, cf. 88a, τὰς οὐράς X.<i>Cyn</i>.6.15, τὰ δ' ἱμάτια Arist.<i>Mete</i>.359<sup>a</sup>22, τὰ τείχη ... τοῖς κριοῖς D.S.20.48, cf. D.C.37.16.3, τὸ [[ἀγγεῖον]] Plu.<i>TG</i> 17, τὴν κεφαλήν Plu.2.435c, τὸ [[γόμφωμα]] Plu.<i>Marc</i>.15, [[ἄνεμος]] ... τὰς ἀμπέλους Luc.<i>VH</i> 1.24, ἐμαυτόν Luc.<i>Icar</i>.19, en v. pas. ὅκως τὸ κλύσμα διασείηται Hp.<i>Steril</i>.221, τῶν τειχέων καὶ τῶν πύργων διασεισθέντων <i>IG</i> 12(3).30.7 (Telos III a.C.), τάφον ... ὑπὸ κεραυνοῦ διασεῖσθαι D.S.13.86, τοῖς φορείοις [[ἀτρέμα]] διασεισθέντες Plu.2.1099c, cf. I.<i>BI</i> 4.67, 5.153, Arr.<i>Cyn</i>.10.4<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἵπποι ... τὰ μὲν χαλινὰ διεσείοντο D.S.17.34, διασεισάμενόν τε τὴν ... χαίτην Alex.Mynd. en Ath.221d.<br /><b class="num">2</b> fig. c. ac. de pers. o abstr. [[sacudir]], [[conmover]], [[confundir]] τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109, μικρὰ πρόφασις ... αὐτὰ διέσεισε D.11.7, τὴν στάσιν τοῦ γενετοῦ καὶ φθαρτοῦ Ph.1.84, cf. 316, τὰ παρόντα Plu.<i>Cic</i>.10, τὰς συντάξεις Aristid.<i>Or</i>.6.16, τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, σε Luc.<i>Merc.Cond</i>.20, en v. pas. σοι διασέσεισμαι me has llenado de confusión</i> Plu.2.1059a.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de pers. [[intimidar]] τοὺς υἱεῖς ... ἐπὶ προφάσεσιν ἀλόγοις Plb.10.26.4, cf. 18.45.2, ἡμᾶς <i>PRyl</i>.563.4 (III a.C.), τὸν Εὐθύφρονα μετὰ παιδιᾶς Plu.2.580d, ἀνθρώπους <i>A.Al</i>.1.2.8<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[dejarse intimidar]] ὑπὸ μηδενὸς διασεισθέντες τῶν ὑπαρχόντων LXX 3<i>Ma</i>.7.21, πόσοι διεσείσθησαν παρ' αὐτῶν ... ἵνα μὴ ... Ath.Al.<i>H.Ar</i>.31.5<br /><b class="num">•</b>[[extorsionar]] frec. ref. a abusos de funcionarios μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε <i>Eu.Luc</i>.3.14, τοὺς ἀντιδίκους <i>PTor.Choachiti</i> 12.8.13, cf. 11<i>bis</i>.37 (ambos II a.C.), ἡμᾶς <i>SB</i> 13093.16, cf. <i>PTeb</i>.41.10 (ambos II a.C.), c. dos ac. διέσεισέν με [[ἀργύριον]] <i>PMich</i>.174.15, cf. <i>PYoutie</i> 16.19 (ambos II a.C.), en v. pas. διεσείσθην ὑπὸ Δάμιτος γενομένου πράκτορος <i>SB</i> 11902.7, cf. <i>POxy</i>.284.5 (ambos I d.C.), <i>MAMA</i> 10.114.23 (Frigia III d.C.).<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[hacer movimientos]] c. dat. τοῖν χεροῖν Aeschin.Socr.50.<br /><b class="num">2</b> medic. [[practicar la sucusión]] μηδὲ πύον διασείοντα γινώσκειν Hp.<i>Morb</i>.1.6, cf. 17, <i>Epid</i>.6.8.28, en v. pas. Hp.<i>Morb</i>.1.15.<br /><b class="num">3</b> en v. med. [[sacudirse de una atadura]], [[liberarse]] c. gen. καταρχομένων αὐτῆς τῶν θυτήρων D.H.1.56<br /><b class="num">•</b>fig. [[agitarse]] νοήσεως ἴχνος τι ἐν ἡμῖν Dam.<i>Pr</i>.29.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pas. perf. διασέσεισμαι Plu.2.1059a]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> c. ac. de n. concr. [[sacudir con brío o violencia]], [[agitar]], [[hacer temblar]] τὰς ἶνας Pl.<i>Ti</i>.85e, cf. 88a, τὰς οὐράς X.<i>Cyn</i>.6.15, τὰ δ' ἱμάτια Arist.<i>Mete</i>.359<sup>a</sup>22, τὰ τείχη ... τοῖς κριοῖς D.S.20.48, cf. D.C.37.16.3, τὸ [[ἀγγεῖον]] Plu.<i>TG</i> 17, τὴν κεφαλήν Plu.2.435c, τὸ [[γόμφωμα]] Plu.<i>Marc</i>.15, [[ἄνεμος]] ... τὰς ἀμπέλους Luc.<i>VH</i> 1.24, ἐμαυτόν Luc.<i>Icar</i>.19, en v. pas. ὅκως τὸ κλύσμα διασείηται Hp.<i>Steril</i>.221, τῶν τειχέων καὶ τῶν πύργων διασεισθέντων <i>IG</i> 12(3).30.7 (Telos III a.C.), τάφον ... ὑπὸ κεραυνοῦ διασεῖσθαι D.S.13.86, τοῖς φορείοις [[ἀτρέμα]] διασεισθέντες Plu.2.1099c, cf. I.<i>BI</i> 4.67, 5.153, Arr.<i>Cyn</i>.10.4<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. ἵπποι ... τὰ μὲν χαλινὰ διεσείοντο D.S.17.34, διασεισάμενόν τε τὴν ... χαίτην Alex.Mynd. en Ath.221d.<br /><b class="num">2</b> fig. c. ac. de pers. o abstr. [[sacudir]], [[conmover]], [[confundir]] τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109, μικρὰ πρόφασις ... αὐτὰ διέσεισε D.11.7, τὴν στάσιν τοῦ γενετοῦ καὶ φθαρτοῦ Ph.1.84, cf. 316, τὰ παρόντα Plu.<i>Cic</i>.10, τὰς συντάξεις Aristid.<i>Or</i>.6.16, τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, σε Luc.<i>Merc.Cond</i>.20, en v. pas. σοι διασέσεισμαι me has llenado de confusión</i> Plu.2.1059a.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de pers. [[intimidar]] τοὺς υἱεῖς ... ἐπὶ προφάσεσιν ἀλόγοις Plb.10.26.4, cf. 18.45.2, ἡμᾶς <i>PRyl</i>.563.4 (III a.C.), τὸν Εὐθύφρονα μετὰ παιδιᾶς Plu.2.580d, ἀνθρώπους <i>A.Al</i>.1.2.8<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[dejarse intimidar]] ὑπὸ μηδενὸς διασεισθέντες τῶν ὑπαρχόντων LXX 3<i>Ma</i>.7.21, πόσοι διεσείσθησαν παρ' αὐτῶν ... ἵνα μὴ ... Ath.Al.<i>H.Ar</i>.31.5<br /><b class="num">•</b>[[extorsionar]] frec. ref. a abusos de funcionarios μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε <i>Eu.Luc</i>.3.14, τοὺς ἀντιδίκους <i>PTor.Choachiti</i> 12.8.13, cf. 11<i>bis</i>.37 (ambos II a.C.), ἡμᾶς <i>SB</i> 13093.16, cf. <i>PTeb</i>.41.10 (ambos II a.C.), c. dos ac. διέσεισέν με [[ἀργύριον]] <i>PMich</i>.174.15, cf. <i>PYoutie</i> 16.19 (ambos II a.C.), en v. pas. διεσείσθην ὑπὸ Δάμιτος γενομένου πράκτορος <i>SB</i> 11902.7, cf. <i>POxy</i>.284.5 (ambos I d.C.), <i>MAMA</i> 10.114.23 (Frigia III d.C.).<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[hacer movimientos]] c. dat. τοῖν χεροῖν Aeschin.Socr.50.<br /><b class="num">2</b> medic. [[practicar la sucusión]] μηδὲ πύον διασείοντα γινώσκειν Hp.<i>Morb</i>.1.6, cf. 17, <i>Epid</i>.6.8.28, en v. pas. Hp.<i>Morb</i>.1.15.<br /><b class="num">3</b> en v. med. [[sacudirse de una atadura]], [[liberarse]] c. gen. καταρχομένων αὐτῆς τῶν θυτήρων D.H.1.56<br /><b class="num">•</b>fig. [[agitarse]] νοήσεως ἴχνος τι ἐν ἡμῖν Dam.<i>Pr</i>.29.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[διά]] and [[σείω]]; to [[shake]] [[thoroughly]], i.e. ([[figuratively]]) to [[intimidate]]: do [[violence]] to.
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασείω Medium diacritics: διασείω Low diacritics: διασείω Capitals: ΔΙΑΣΕΙΩ
Transliteration A: diaseíō Transliteration B: diaseiō Transliteration C: diaseio Beta Code: diasei/w

English (LSJ)

   A shake violently, Hp.Morb.1.6, dub. in Arist.Ath.64.2; τι εἰς ἀταξίαν Pl.Ti. 85e, cf. 88a; τὴν κεφαλήν Plu.2.435c: c. dat., δ. τοῖν χεροῖν Aeschin. Socr.50; δ. τῇ οὐρᾷ to keep wagging the tail, X.Cyn.6.15:—Med., shake people off, shake oneself free, D.H.1.56.    2 confound, throw into confusion, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109; τοὺς ἀκούοντας Plb.18.45.2; intimidate, oppress, Id.10.26.4, cf. OGI519.14 (Pass.); browbeat, PTaur.1viii13(ii B.C.); extort money by intimidation from a person, PPar.15.37(ii B.C.), Ev.Luc.3.14, etc.: c. gen., PTeb.41.10 (ii B.C.):—Pass., POxy.284.5(i A. D.).    3 of political affairs, throw into confusion, Plu.Cic.10.    4 stir up, in Pass., Dam.Pr.29.    5 sound, take the measure of, Plu.2.580d,704d.

German (Pape)

[Seite 601] (s. σείω), durchschütteln, erschüttern; Plat. Tim. 87 e; τὸ γόμφωμα, Plut. Marc. 15; τοὺς ἀκούοντας, Pol. 18, 28, 2; in Furcht setzen, 10, 26, 4; vgl. τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Her. 6, 109, verwirren, wie τὰ παρόντα Plut. Cic. 10. Auch ταῖς οὐραῖς, = διασαίνω, Xen Cyn. 6-15. – Bei Sp. von Beamten, welche ihre Gewalt mißbrauchen u. durch Drohungen Geschenke erpressen.

Greek (Liddell-Scott)

διασείω: σείω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, τι Πλάτ. Τιμ. 85Ε, 87Ε· τὴν κεφαλὴν Πλούτ. 2. 435C· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ., δ. τοῖν χεροῖν Αἰσχίν. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 10· τῇ οὐρᾷ, κινῶ τὴν οὐράν, διασαίνω Ξεν. Κυν. 6, 15. ― Μέσ., ἀποσείω τινὰ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, ἐλευθεροῦμαι, Διον. Ἁλ. 1. 56. 2) συγχέω, ἐπιφέρω σύγχυσιν, φέρω εἰς σύγχυσιν, τὰ τῶν Ἀθηναίων φρονήματα Ἡρόδ. 6. 109· τοὺς ἀκούοντας Πολύβ. 18. 28, 2· ἐμβάλλω φόβον, φοβίζω, ὁ αὐτ. 10. 26, 4· διὰ τῆς βίας λαμβάνω χρήματα παρά τινος ἐκφοβίζων αὐτὸν (πρβλ. διασεισμός), Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14. 3) ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, Πλούτ. Κικ. 10.

French (Bailly abrégé)

1 remuer, agiter de côté et d’autre;
2 ébranler fortement, troubler;
3 intimider, effrayer.
Étymologie: διά, σείω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pas. perf. διασέσεισμαι Plu.2.1059a]
I tr.
1 c. ac. de n. concr. sacudir con brío o violencia, agitar, hacer temblar τὰς ἶνας Pl.Ti.85e, cf. 88a, τὰς οὐράς X.Cyn.6.15, τὰ δ' ἱμάτια Arist.Mete.359a22, τὰ τείχη ... τοῖς κριοῖς D.S.20.48, cf. D.C.37.16.3, τὸ ἀγγεῖον Plu.TG 17, τὴν κεφαλήν Plu.2.435c, τὸ γόμφωμα Plu.Marc.15, ἄνεμος ... τὰς ἀμπέλους Luc.VH 1.24, ἐμαυτόν Luc.Icar.19, en v. pas. ὅκως τὸ κλύσμα διασείηται Hp.Steril.221, τῶν τειχέων καὶ τῶν πύργων διασεισθέντων IG 12(3).30.7 (Telos III a.C.), τάφον ... ὑπὸ κεραυνοῦ διασεῖσθαι D.S.13.86, τοῖς φορείοις ἀτρέμα διασεισθέντες Plu.2.1099c, cf. I.BI 4.67, 5.153, Arr.Cyn.10.4
en v. med. mismo sent. ἵπποι ... τὰ μὲν χαλινὰ διεσείοντο D.S.17.34, διασεισάμενόν τε τὴν ... χαίτην Alex.Mynd. en Ath.221d.
2 fig. c. ac. de pers. o abstr. sacudir, conmover, confundir τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Hdt.6.109, μικρὰ πρόφασις ... αὐτὰ διέσεισε D.11.7, τὴν στάσιν τοῦ γενετοῦ καὶ φθαρτοῦ Ph.1.84, cf. 316, τὰ παρόντα Plu.Cic.10, τὰς συντάξεις Aristid.Or.6.16, τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, σε Luc.Merc.Cond.20, en v. pas. σοι διασέσεισμαι me has llenado de confusión Plu.2.1059a.
3 c. ac. de pers. intimidar τοὺς υἱεῖς ... ἐπὶ προφάσεσιν ἀλόγοις Plb.10.26.4, cf. 18.45.2, ἡμᾶς PRyl.563.4 (III a.C.), τὸν Εὐθύφρονα μετὰ παιδιᾶς Plu.2.580d, ἀνθρώπους A.Al.1.2.8
en v. pas. dejarse intimidar ὑπὸ μηδενὸς διασεισθέντες τῶν ὑπαρχόντων LXX 3Ma.7.21, πόσοι διεσείσθησαν παρ' αὐτῶν ... ἵνα μὴ ... Ath.Al.H.Ar.31.5
extorsionar frec. ref. a abusos de funcionarios μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Eu.Luc.3.14, τοὺς ἀντιδίκους PTor.Choachiti 12.8.13, cf. 11bis.37 (ambos II a.C.), ἡμᾶς SB 13093.16, cf. PTeb.41.10 (ambos II a.C.), c. dos ac. διέσεισέν με ἀργύριον PMich.174.15, cf. PYoutie 16.19 (ambos II a.C.), en v. pas. διεσείσθην ὑπὸ Δάμιτος γενομένου πράκτορος SB 11902.7, cf. POxy.284.5 (ambos I d.C.), MAMA 10.114.23 (Frigia III d.C.).
II intr.
1 hacer movimientos c. dat. τοῖν χεροῖν Aeschin.Socr.50.
2 medic. practicar la sucusión μηδὲ πύον διασείοντα γινώσκειν Hp.Morb.1.6, cf. 17, Epid.6.8.28, en v. pas. Hp.Morb.1.15.
3 en v. med. sacudirse de una atadura, liberarse c. gen. καταρχομένων αὐτῆς τῶν θυτήρων D.H.1.56
fig. agitarse νοήσεως ἴχνος τι ἐν ἡμῖν Dam.Pr.29.

English (Strong)

from διά and σείω; to shake thoroughly, i.e. (figuratively) to intimidate: do violence to.