αὐτοβοεί: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(big3_7)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[al primer grito]], [[al primer asalto]] αὐ. ἑλεῖν tomar al primer asalto e.d. sin derramamiento de sangre</i> Th.2.81, 3.111, 8.62, αὐ. νικήσαντες Lesb.Rh.3.10, αὐ. ἀναρπάσασθαι τὴν πόλιν Hld.4.21.3.<br /><b class="num">2</b> [[a la fuerza]] Theopomp.Hist.309.<br /><b class="num">3</b> [[inmediatamente]] glosado como παραχρῆμα en Moer.35, πρὸς τὴν δίωξιν αὐ. ... ἐπαφῆκεν Hld.4.21.3.
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[al primer grito]], [[al primer asalto]] αὐ. ἑλεῖν tomar al primer asalto e.d. sin derramamiento de sangre</i> Th.2.81, 3.111, 8.62, αὐ. νικήσαντες Lesb.Rh.3.10, αὐ. ἀναρπάσασθαι τὴν πόλιν Hld.4.21.3.<br /><b class="num">2</b> [[a la fuerza]] Theopomp.Hist.309.<br /><b class="num">3</b> [[inmediatamente]] glosado como παραχρῆμα en Moer.35, πρὸς τὴν δίωξιν αὐ. ... ἐπαφῆκεν Hld.4.21.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[αὐτοβοεί]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> με την πρώτη πολεμική [[κραυγή]] («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» — επ' αυτοφώρω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>βοή</i>, με επιρρ. κατάλ. -<i>εί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αθεεί]], <i>ασπουδεί</i>, <i>αυτοετεί</i>, [[αυτολεξεί]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοβοεί Medium diacritics: αὐτοβοεί Low diacritics: αυτοβοεί Capitals: ΑΥΤΟΒΟΕΙ
Transliteration A: autoboeí Transliteration B: autoboei Transliteration C: aftovoei Beta Code: au)toboei/

English (LSJ)

Adv.

   A by a mere shout, at the first shout, αὐ. ἑλεῖν take without a blow, Th.2.81, 3.113, 8.62, etc.; αὐ. λαβεῖν κλέπτοντα, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, AB 465.

German (Pape)

[Seite 396] beim ersten Kriegsgeschrei, auf der Stelle (E. M. παραχρῆμα), πόλιν ἑλεἰν, χειροῦσθαι, Thuc. 2, 81. 3, 113. 8, 62 u. Sp., z. B. Luc. Gymnas. 33; αὐτοβοεὶ λαβεῖν κλέπτοντα, auf frischer That den Dieb ertappen, B. A. 465.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοβοεί: Ἐπίρρ. «παραχρῆμα συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, οἷον ταχέως καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ κράτος» (Α. Β. 214. 32)˙ Ἀμπρακίαν μέντοι οἶδα ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
au premier cri ; au premier assaut.
Étymologie: αὐτός, βοή.

Spanish (DGE)

adv.
1 al primer grito, al primer asalto αὐ. ἑλεῖν tomar al primer asalto e.d. sin derramamiento de sangre Th.2.81, 3.111, 8.62, αὐ. νικήσαντες Lesb.Rh.3.10, αὐ. ἀναρπάσασθαι τὴν πόλιν Hld.4.21.3.
2 a la fuerza Theopomp.Hist.309.
3 inmediatamente glosado como παραχρῆμα en Moer.35, πρὸς τὴν δίωξιν αὐ. ... ἐπαφῆκεν Hld.4.21.3.

Greek Monolingual

αὐτοβοεί επίρρ. (Α)
1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν»)
2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» — επ' αυτοφώρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + βοή, με επιρρ. κατάλ. -εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)].