ἀμαύρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[oscurecimiento]]del sol, Plu.<i>Caes</i>.69.<br /><b class="num">2</b> [[debilidad]]de la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[oscurecimiento]]del sol, Plu.<i>Caes</i>.69.<br /><b class="num">2</b> [[debilidad]]de la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἀμαύρωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κηλίδωση]], [[σπίλωση]] της φήμης, του ονόματος<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον ήλιο) [[επισκότιση]], [[σκοτείνιασμα]], [[θόλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>ἀμαυρῶ</i><br /><b>βλ.</b> <i>ἀμαυρώνω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A obscuration, of sun, Plu.Caes.69. 2 dimness of sight, Mnesith. ap. Orib.4.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαύρωμα: -ατος, τό, ἀμαύρωσις, ἐπισκότισις, περὶ τοῦ ἡλίου, Πλουτ. Καῖσ. 69.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
obscurcissement.
Étymologie: ἀμαυρόω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 oscurecimientodel sol, Plu.Caes.69.
2 debilidadde la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2.
Greek Monolingual
το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση της φήμης, του ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].