αἴκισμα: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[tortura]], [[tormento]] οὐκ ἔστιν αἴκισμ' οὐδὲ μηχάνημ' ὅτῳ προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε no hay tormento ni medio con que me fuerce Zeus a que pregone esto</i> A.<i>Pr</i>.989, οὐ μόνον τὸν θάνατον ἐφοβεῖτο, ἀλλὰ καὶ τὰ ... αἰκίσματα Lys.6.26, cf. 1<i>Ep.Clem</i>.6.2, Poll.6.183<br /><b class="num">•</b>αἰκίσματα νεκρῶν cuerpos mutilados</i> E.<i>Ph</i>.1529.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[tortura]], [[tormento]] οὐκ ἔστιν αἴκισμ' οὐδὲ μηχάνημ' ὅτῳ προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε no hay tormento ni medio con que me fuerce Zeus a que pregone esto</i> A.<i>Pr</i>.989, οὐ μόνον τὸν θάνατον ἐφοβεῖτο, ἀλλὰ καὶ τὰ ... αἰκίσματα Lys.6.26, cf. 1<i>Ep.Clem</i>.6.2, Poll.6.183<br /><b class="num">•</b>αἰκίσματα νεκρῶν cuerpos mutilados</i> E.<i>Ph</i>.1529.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἴκισμα:''' -ατος, τό, [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], [[μαρτύριο]], [[τυραννία]], [[βασανιστήριο]], σε Αισχύλ.· στον πληθ., ακρωτηριασμένα πτώματα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:18, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴκισμα Medium diacritics: αἴκισμα Low diacritics: αίκισμα Capitals: ΑΙΚΙΣΜΑ
Transliteration A: aíkisma Transliteration B: aikisma Transliteration C: aikisma Beta Code: ai)/kisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A outrage, torture, A.Pr.989, Lys.6.26:— in pl. -ίσματα νεκρῶν mutilated corpses, E.Ph.1529.

Greek (Liddell-Scott)

αἴκισμα: -ατος, τό, κάκωσις, βάσανος, Αἰσχύλ. Πρ. 989. Λυσ. 105, 29: - κατὰ πληθ., αἰκίσματα = πτώματα ἠκρωτηριασμένα, Εὐρ. Φοίν. 1529.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mauvais traitement, torture.
Étymologie: αἰκίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
tortura, tormento οὐκ ἔστιν αἴκισμ' οὐδὲ μηχάνημ' ὅτῳ προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε no hay tormento ni medio con que me fuerce Zeus a que pregone esto A.Pr.989, οὐ μόνον τὸν θάνατον ἐφοβεῖτο, ἀλλὰ καὶ τὰ ... αἰκίσματα Lys.6.26, cf. 1Ep.Clem.6.2, Poll.6.183
αἰκίσματα νεκρῶν cuerpos mutilados E.Ph.1529.

Greek Monotonic

αἴκισμα: -ατος, τό, βλάβη, κακοποίηση, μαρτύριο, τυραννία, βασανιστήριο, σε Αισχύλ.· στον πληθ., ακρωτηριασμένα πτώματα, σε Ευρ.