ἀκόλλητος: Difference between revisions
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[despegado]], [[no unido]] ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada</i> de su pedestal, S.<i>Fr</i>.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas <i>ID</i> 507.12 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>medic. [[no cicatrizado]], [[no cerrado]] de una herida, Gal.18(2).802.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que no puede unirse, formar grupo consonántico]] de ν seguida de χ D.H.<i>Comp</i>.22.15.<br /><b class="num">3</b> [[que no se adhiere]] [[δέρμα]] σώμασι Gal.11.125. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[despegado]], [[no unido]] ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada</i> de su pedestal, S.<i>Fr</i>.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas <i>ID</i> 507.12 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>medic. [[no cicatrizado]], [[no cerrado]] de una herida, Gal.18(2).802.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que no puede unirse, formar grupo consonántico]] de ν seguida de χ D.H.<i>Comp</i>.22.15.<br /><b class="num">3</b> [[que no se adhiere]] [[δέρμα]] σώμασι Gal.11.125. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική [[ουσία]]<br />«[[φάκελος]] [[ακόλλητος]]», «λίθοι ακόλλητοι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[απίθανος]], ο [[απίστευτος]]<br />«ακόλλητο [[ψέμα]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί<br />«ἀκόλλητον [[δέρμα]] σώμασι» (Γαλην. 11.125)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)<br /><b>3.</b> όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα [[σύνολο]]<br />«στοιχεῑα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)<br /><b>4.</b> ο [[ασύνδετος]], ο [[παράταιρος]]<br />«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῑα [[μέλη]]» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κολλητὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κολλῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not cemented or glued, λίθοι BCH35.43 (Dclos); not adhering, δέρμα σώμασι Gal.11.125; not united, healed up, of wounds, Id.18(2).802. 2 incapable of being compacted, D.H. Comp.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόλλητος: ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) ἀσυνάρτητος, ἀσύναπτος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42.
Spanish (DGE)
-ον
1 despegado, no unido ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada de su pedestal, S.Fr.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas ID 507.12 (III a.C.)
•medic. no cicatrizado, no cerrado de una herida, Gal.18(2).802.
2 gram. que no puede unirse, formar grupo consonántico de ν seguida de χ D.H.Comp.22.15.
3 que no se adhiere δέρμα σώμασι Gal.11.125.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία
«φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι»
νεοελλ.
ο απίθανος, ο απίστευτος
«ακόλλητο ψέμα»
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί
«ἀκόλλητον δέρμα σώμασι» (Γαλην. 11.125)
2. αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)
3. όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα σύνολο
«στοιχεῑα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)
4. ο ασύνδετος, ο παράταιρος
«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῑα μέλη» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κολλητὸς < κολλῶ].