ἀκόνιτος: Difference between revisions
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀκόνῑτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -νη- Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[carente de polvo]] e.e. [[carente de esfuerzo]] ἔλαβον [[ἀκόνιτον]] ἄεθλον Q.S.4.319.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin esfuerzo]] Hsch. < ἀκόνῑτος [[ἄκονοι]]· > ἀκόνῑτος, -ου, ἡ<br /><b class="num">1</b> bot. [[antora]], [[Aconitum anthora L.]], prob. Euph.56.<br /><b class="num">2</b> [[veneno]] extraído de la planta <i>AP</i> 11.123 (Hedyl.). | |dgtxt=(ἀκόνῑτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -νη- Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[carente de polvo]] e.e. [[carente de esfuerzo]] ἔλαβον [[ἀκόνιτον]] ἄεθλον Q.S.4.319.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin esfuerzo]] Hsch. < ἀκόνῑτος [[ἄκονοι]]· > ἀκόνῑτος, -ου, ἡ<br /><b class="num">1</b> bot. [[antora]], [[Aconitum anthora L.]], prob. Euph.56.<br /><b class="num">2</b> [[veneno]] extraído de la planta <i>AP</i> 11.123 (Hedyl.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκόνιτος]], -ον (Α) [[κονίω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη [[σκόνη]] του στίβου ή της παλαίστρας<br /><b>2.</b> όποιος πετυχαίνει [[κάτι]] [[χωρίς]] αγώνα και κόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κονίω)
A without dust, combat or struggle, Q.S.4.319. II f.l. for ἀκώνητος, Dsc.1.7; for κωνικός, Arist.GA739b12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόνῑτος: -ον, (κονίω) ἄνευ κονιορτοῦ, ἀγῶνος καὶ πάλης, Κόϊντ. Σμ. 4. 319. ΙΙ = ἀκώνιστος, Διοσκ. 1.6. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans poussière, sans combat, sans effort.
Étymologie: ἀ, κονίω.
Spanish (DGE)
(ἀκόνῑτος) -ον
• Grafía: graf. -νη- Hsch.
1 carente de polvo e.e. carente de esfuerzo ἔλαβον ἀκόνιτον ἄεθλον Q.S.4.319.
2 adv. -ως sin esfuerzo Hsch. < ἀκόνῑτος ἄκονοι· > ἀκόνῑτος, -ου, ἡ
1 bot. antora, Aconitum anthora L., prob. Euph.56.
2 veneno extraído de la planta AP 11.123 (Hedyl.).
Greek Monolingual
ἀκόνιτος, -ον (Α) κονίω
1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη του στίβου ή της παλαίστρας
2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο.