ἁμέτερος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(big3_3) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἡμέτερος]]. | |dgtxt=v. [[ἡμέτερος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁμέτερος:''' Δωρ. αντί [[ἡμέτερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 30 December 2018
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡμέτερος.
English (Slater)
ᾱμέτερος pl. pro sing. =
1 ἐμός. τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.8) ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας (P. 3.2) ὕμνοι ἁμέτεροι (P. 3.65) “ἁμετέρων ἀρχεδικᾶν τοκέων” (P. 4.110) “ἁμετέρων τοκέων” (P. 4.150) ὦ πότνια Μοῖσα, μᾶτερ ἁμετέρα (N. 3.1) ]ς ἁμετέρας ἄπ[ο fr. 59. 8.
Spanish (DGE)
v. ἡμέτερος.
Greek Monotonic
ἁμέτερος: Δωρ. αντί ἡμέτερος.