ἀμετατροπία: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ [[inmovilidad]] Sch.A.R.4.1080. | |dgtxt=-ας, ἡ [[inmovilidad]] Sch.A.R.4.1080. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμετατροπία]], η (Μ) [[ἀμετάτροπος]]<br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η [[ακινησία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A immovableness, Sch.A.R. 4.1082.
German (Pape)
[Seite 123] ἡ, Unwandelbarkeit, Schol. Ap. Rh.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετατροπία: ἡ, τὸ ἀμετάτρεπτον, ἡ ἀκινησία, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1082.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ inmovilidad Sch.A.R.4.1080.
Greek Monolingual
ἀμετατροπία, η (Μ) ἀμετάτροπος
το να είναι κάτι αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η ακινησία.