ἀμφιάνακτες: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ων, οἱ<br />[[los que están alrededor de los reyes]] mote de los poetas que empiezan sus versos con [[ἀμφί]] μοι [[αὖτις]] ἄνακτα Sch.Ar.<i>Nu</i>.595. | |dgtxt=-ων, οἱ<br />[[los que están alrededor de los reyes]] mote de los poetas que empiezan sus versos con [[ἀμφί]] μοι [[αὖτις]] ἄνακτα Sch.Ar.<i>Nu</i>.595. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφιάνακτες]], οι (Α)<br />σκωπτική [[ονομασία]] τών διθυραμβοποιών, [[γιατί]] στα προοίμια τών διθυράμβων τους [[συνήθως]] άρχιζαν με τη [[φράση]] «[[ἀμφί]] μοι [[αὖθις]] ἄνακτα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφὶ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄναξ]], <i>ἄνακτος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμφιανακτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ων, οἱ, nickname of
A dithyrambic poets, because their odes often began thus—ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα or ἀμφί μοι αὖτε, ἄναξ, Sch.Ar.Nu.595. ἀμφιανακτίζω, sing dithyrambic hymns, Cratin. 67, Ar.Fr.59, cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 136] sollen nach Schol. Ar. Nubb. 586 u. Suid. die Dithyrambendichter von dem so gewöhnlichen Anfang ihrer Lieder: ἀμφί μοι αὖτε Φοῖβ' ἄναξ, genannt sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιάνακτες: -ων, οἱ σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν διθυραμβοποιῶν, οἵτινες συνεχῶς ἐν τοῖς προοιμίοις τῶν διθυράμβων οὓς ἐποίουν μετεχειρίζοντο τὰς φράσεις: ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα, ἢ ἀμφί μοι αὖτε, ἄναξ· ἴδε Ἀριστοφ. Νεφ. 595 καὶ Σχόλ. ἐν τόπῳ.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
los que están alrededor de los reyes mote de los poetas que empiezan sus versos con ἀμφί μοι αὖτις ἄνακτα Sch.Ar.Nu.595.
Greek Monolingual
ἀμφιάνακτες, οι (Α)
σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ- + ἄναξ, ἄνακτος.
ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω.