ἀναλάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(big3_4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[tomar de nuevo]] Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφήν Mosch.2.163. | |dgtxt=[[tomar de nuevo]] Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφήν Mosch.2.163. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναλάζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ., [[αναλαμβάνω]], σε Μόσχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A take again, μορφήν Mosch.2.163.
German (Pape)
[Seite 195] wieder annehmen, μορφήν Mosch. 2, 159.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλάζομαι: ἀποθ., ἀναλαμβάνω, λαμβάνω πάλιν, Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφὴν Μόσχ. 2. 159 (163).
French (Bailly abrégé)
reprendre.
Étymologie: ἀνά, λάζομαι.
Spanish (DGE)
tomar de nuevo Ζεὺς δὲ πάλιν σφετέρην ἀνελάζετο μορφήν Mosch.2.163.
Greek Monotonic
ἀναλάζομαι: αποθ., μόνο στον ενεστ., αναλαμβάνω, σε Μόσχ.