ἀνταπαιτέω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[pedir a su vez]] c. ac. de pers. y/o cosa αὐτοὺς μὴ κτείνειν οὓς μὴ ὑμῖν πρέπει Th.3.58, Πλάταιαν Th.5.17, εὐπαθείας τινὰς καὶ ἀπολαύσεις Plu.<i>Sol</i>.3, en v. pas. ἀνταπαιτηθεὶς δὲ λόγον ὑπ' ἐκείνου habiéndole a su vez pedido aquel una explicación</i> Plu.<i>Cat.Mi</i>.53<br /><b class="num">•</b>abs. [[pedir favores a su vez]] οὐ γὰρ εἶναι πρὸς τοῦ [[ἑαυτοῦ]] τρόπου τὸ ἀ. Philostr.<i>VA</i> 2.17. | |dgtxt=[[pedir a su vez]] c. ac. de pers. y/o cosa αὐτοὺς μὴ κτείνειν οὓς μὴ ὑμῖν πρέπει Th.3.58, Πλάταιαν Th.5.17, εὐπαθείας τινὰς καὶ ἀπολαύσεις Plu.<i>Sol</i>.3, en v. pas. ἀνταπαιτηθεὶς δὲ λόγον ὑπ' ἐκείνου habiéndole a su vez pedido aquel una explicación</i> Plu.<i>Cat.Mi</i>.53<br /><b class="num">•</b>abs. [[pedir favores a su vez]] οὐ γὰρ εἶναι πρὸς τοῦ [[ἑαυτοῦ]] τρόπου τὸ ἀ. Philostr.<i>VA</i> 2.17. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνταπαιτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[απαιτώ]] ως [[ανταπόδοση]], σε Θουκ. — Παθ., απαιτούμαι [[έναντι]] κάποιου άλλου, για [[κάτι]] εις [[ανταπόδοση]], <i>τι</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A demand in return, Th.3.58, 5.17, Plu.Sol.3:—Pass., to be called on for a thing in turn, λόγον Id.Cat.Mi.53.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen zurückfordern, als schuldige Vergeltung fordern, Thuc. 3, 58; Plut. Sol. 3 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπαιτέω: ἀνταπαιτῶ ὡς καὶ νῦν, τήν τε δωρεὰν ἀνταπαιτῆσαι Θουκ. 3. 58., 5. 17, κτλ.: - Παθ. ἀνταπαιτηθεὶς λόγον ὑπ’ ἐκείνων Πλουτ. Κάτων ὁ Νεώτ. 53.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
réclamer en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπαιτέω.
Spanish (DGE)
pedir a su vez c. ac. de pers. y/o cosa αὐτοὺς μὴ κτείνειν οὓς μὴ ὑμῖν πρέπει Th.3.58, Πλάταιαν Th.5.17, εὐπαθείας τινὰς καὶ ἀπολαύσεις Plu.Sol.3, en v. pas. ἀνταπαιτηθεὶς δὲ λόγον ὑπ' ἐκείνου habiéndole a su vez pedido aquel una explicación Plu.Cat.Mi.53
•abs. pedir favores a su vez οὐ γὰρ εἶναι πρὸς τοῦ ἑαυτοῦ τρόπου τὸ ἀ. Philostr.VA 2.17.
Greek Monotonic
ἀνταπαιτέω: μέλ. -ήσω, απαιτώ ως ανταπόδοση, σε Θουκ. — Παθ., απαιτούμαι έναντι κάποιου άλλου, για κάτι εις ανταπόδοση, τι, σε Πλούτ.