ἀντιτιμάω: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(big3_5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[honrar a su vez]] αὐτήν X.<i>HG</i> 3.1.13, σε ... πᾶσι τοῖς καλοῖς X.<i>Cyr</i>.5.2.11, με D.C.67.12.3, cf. Ph.2.26, <i>MAMA</i> 8.398, en v. pas. ὑφ' ἡμῶν X.<i>Oec</i>.9.11.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[contraproponer para sí como castigo]] c. gen. de la pena, Pl.<i>Ap</i>.36b, D.24.138, <i>IG</i> 12(2).526a.17, b.21 (Ereso).
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[honrar a su vez]] αὐτήν X.<i>HG</i> 3.1.13, σε ... πᾶσι τοῖς καλοῖς X.<i>Cyr</i>.5.2.11, με D.C.67.12.3, cf. Ph.2.26, <i>MAMA</i> 8.398, en v. pas. ὑφ' ἡμῶν X.<i>Oec</i>.9.11.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[contraproponer para sí como castigo]] c. gen. de la pena, Pl.<i>Ap</i>.36b, D.24.138, <i>IG</i> 12(2).526a.17, b.21 (Ereso).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]] ως [[ανταπόδοση]], <i>τινά</i>, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ. με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. ως [[νομικός]] προς, [[αντιπροτείνω]] [[άλλη]] [[ποινή]], με γεν., σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτῑμάω Medium diacritics: ἀντιτιμάω Low diacritics: αντιτιμάω Capitals: ΑΝΤΙΤΙΜΑΩ
Transliteration A: antitimáō Transliteration B: antitimaō Transliteration C: antitimao Beta Code: a)ntitima/w

English (LSJ)

   A honourin return, τινά X.HG3.1.13; τινὰπᾶσι τοῖς καλοῖς Id.Cyr.5.2.11, etc.:—fut. Med. in pass.sense, Id.Oec.9.11.    II Med. as law-term, make a counter-estimate of damages, c. gen. pretii, Pl.Ap.36b, D.24.138.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτῑμάω: μέλλ. -ήσω, τιμῶ τὸν τιμῶντά με, ἀνταποδίδω τιμὰς εἴς τινα, ὥστε καὶ ἀντετίμα αὐτὴν (τὴν Μανίαν) μεγαλοπρεπῶς ὁ Φαρνάβαζος Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 13· τινά τινί ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 11, κτλ.: - μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ., ὅπως χαριζομένη τι ἡμῖν ὑφ’ ἡμῶν ἀντιτιμήσεται ὁ αὐτ. Οἰκ. 9. 11. ΙΙ. Μέσ., ὡς ὅρος νομικός, ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου ἐν δικαστηρίῳ, ἀντιπροτείνω ἄλλην ποινήν, ἣν ἐγὼ θεωρῶ δικαιοτέραν τῆς προταθείσης ὑπὸ τοῦ κατηγόρου, μετὰ γενικ. τοῦ τιμήματος, τιμᾶται δ’ οὖν μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου· εἶεν· ἐγὼ δὲ δὴ τίνος ὑμῖν ἀντιτιμήσομαι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ἢ δῆλον ὅτι τῆς ἀξίας; Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 743. 21: πρβλ. τιμάω ΙΙΙ 2., ὑποτιμάω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
honorer en retour;
Moy. ἀντιτιμάομαι-ῶμαι faire une contre-estimation, càd fixer de son côté le chiffre d’une amende, avec le gén. de la somme.
Étymologie: ἀντί, τιμάω.

Spanish (DGE)

1 honrar a su vez αὐτήν X.HG 3.1.13, σε ... πᾶσι τοῖς καλοῖς X.Cyr.5.2.11, με D.C.67.12.3, cf. Ph.2.26, MAMA 8.398, en v. pas. ὑφ' ἡμῶν X.Oec.9.11.
2 en v. med. contraproponer para sí como castigo c. gen. de la pena, Pl.Ap.36b, D.24.138, IG 12(2).526a.17, b.21 (Ereso).

Greek Monotonic

ἀντιτῑμάω: μέλ. -ήσω,
I. τιμώ ως ανταπόδοση, τινά, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
II. Μέσ. ως νομικός προς, αντιπροτείνω άλλη ποινή, με γεν., σε Πλάτ.