ἀξιόλογος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[digno de mención]], [[notable]], [[considerable]] de cosas y abstr. ὁ ἐν Ἐφέσῳ ... νηός Hdt.2.148, πόλεμος Th.1.1, πόλεις Th.5.74 μιμήματα imitaciones dignas de mención</i> Pl.<i>Lg</i>.669e, [[ἀπόστημα]] Hp.<i>Coac</i>.146, ἕλκεα Hp.<i>Dent</i>.22, οὐθέν Arist.<i>GA</i> 746<sup>b</sup>5, τι Arist.<i>Pol</i>.1273<sup>b</sup>29, προκοπή Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.51, πρᾶξις Plb.2.39.11, ὁλκάδες Str.3.2.3, de la amistad <i>PLugd.Bat</i>.17.14.8, λίθος Sud., cf. <i>PPetr</i>.2.16.7 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ μεγαλεῖον καὶ ἀξιόλογον νοήσει Plu.2.214e.<br /><b class="num">2</b> [[importante]], [[de calidad]] de pers. τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10, [[ἀνήρ]] <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.81.1 (Epidauro I d.C.), μήτηρ <i>JRCil</i>.1.27, cf. <i>TAM</i> 3.1.73, <i>PTeb</i>.27.22 (II a.C.), <i>POxy</i>.2705.3, <i>BGU</i> 326.2.17 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἀξιολογώτατοι τῶν Ῥωμαίων Plb.39.1.3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[en forma digna de mención]] X.<i>Mem</i>.1.5.5, Aristeas 72, Phld.<i>Rh</i>.p.5Aur., Plu.2.128e.<br /><b class="num">2</b> [[razonablemente]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.6.34.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[digno de mención]], [[notable]], [[considerable]] de cosas y abstr. ὁ ἐν Ἐφέσῳ ... νηός Hdt.2.148, πόλεμος Th.1.1, πόλεις Th.5.74 μιμήματα imitaciones dignas de mención</i> Pl.<i>Lg</i>.669e, [[ἀπόστημα]] Hp.<i>Coac</i>.146, ἕλκεα Hp.<i>Dent</i>.22, οὐθέν Arist.<i>GA</i> 746<sup>b</sup>5, τι Arist.<i>Pol</i>.1273<sup>b</sup>29, προκοπή Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.51, πρᾶξις Plb.2.39.11, ὁλκάδες Str.3.2.3, de la amistad <i>PLugd.Bat</i>.17.14.8, λίθος Sud., cf. <i>PPetr</i>.2.16.7 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ μεγαλεῖον καὶ ἀξιόλογον νοήσει Plu.2.214e.<br /><b class="num">2</b> [[importante]], [[de calidad]] de pers. τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10, [[ἀνήρ]] <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.81.1 (Epidauro I d.C.), μήτηρ <i>JRCil</i>.1.27, cf. <i>TAM</i> 3.1.73, <i>PTeb</i>.27.22 (II a.C.), <i>POxy</i>.2705.3, <i>BGU</i> 326.2.17 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ ἀξιολογώτατοι τῶν Ῥωμαίων Plb.39.1.3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[en forma digna de mención]] X.<i>Mem</i>.1.5.5, Aristeas 72, Phld.<i>Rh</i>.p.5Aur., Plu.2.128e.<br /><b class="num">2</b> [[razonablemente]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.6.34.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀξιόλογος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[άξιος]] μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνθ. εκ συναρπαγής από τη [[φράση]] «[[άξιος]] λόγου»].
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόλογος Medium diacritics: ἀξιόλογος Low diacritics: αξιόλογος Capitals: ΑΞΙΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: axiólogos Transliteration B: axiologos Transliteration C: aksiologos Beta Code: a)cio/logos

English (LSJ)

ον,

   A worthy of mention, remarkable, ὁ ἐν Ἐφέσῳ νηός Hdt.2.148, etc.; πόλεμος -ώτατος Th.1.1; τοῦτο -ώτερον X.Cyr.8.2.13; ἀλίθοι Suid. Adv. -γως X.Mem.1.5.5, Aristeas 72, Phld.Rh.1.2 S., al., Plu.2.128e.    2 of persons, of note, important, τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10, etc.    3 ἀ. μιμήματα imitations of worthy objects, Pl.Lg.669e.

German (Pape)

[Seite 270] der Rede werth, ansehnlich, gut, Plat. öftek, z. B. παιδεία Legg. VII, 803 d; Thuc. 4, 23 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόλογος: -ον, ὁ ἄξιος λόγου, ἀξιοσημείωτος, ὁ ἐν Ἐφέσῳ… νηὸς Ἡρόδ. 2. 148· οὕτω Πλάτ. κ. ἄλλοι· πόλεμον... ἀξιολογώτατον, σημαντικώτατον, σπουδαιότατον, Θουκ. 1. 1· τοῦτο ἀξιολογώτερον Ξεν. Κύρ. 8. 2, 13: - Ἐπίρρ. -γως ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 1. 2) ἐπὶ προσώπων σπουδαῖος, ἐπίσημος, τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Θουκ. 2. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 digne d’être rapporté, mémorable;
2 digne de considération, considérable, estimable.
Étymologie: ἄξιος, λόγος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1digno de mención, notable, considerable de cosas y abstr. ὁ ἐν Ἐφέσῳ ... νηός Hdt.2.148, πόλεμος Th.1.1, πόλεις Th.5.74 μιμήματα imitaciones dignas de mención Pl.Lg.669e, ἀπόστημα Hp.Coac.146, ἕλκεα Hp.Dent.22, οὐθέν Arist.GA 746b5, τι Arist.Pol.1273b29, προκοπή Chrysipp.Stoic.3.51, πρᾶξις Plb.2.39.11, ὁλκάδες Str.3.2.3, de la amistad PLugd.Bat.17.14.8, λίθος Sud., cf. PPetr.2.16.7 (III a.C.)
subst. τὸ μεγαλεῖον καὶ ἀξιόλογον νοήσει Plu.2.214e.
2 importante, de calidad de pers. τοὺς μάλιστα ἐν τέλει καὶ ἀξιολογωτάτους Th.2.10, ἀνήρ IG 42.81.1 (Epidauro I d.C.), μήτηρ JRCil.1.27, cf. TAM 3.1.73, PTeb.27.22 (II a.C.), POxy.2705.3, BGU 326.2.17 (II d.C.)
subst. οἱ ἀξιολογώτατοι τῶν Ῥωμαίων Plb.39.1.3.
II adv. -ως
1 en forma digna de mención X.Mem.1.5.5, Aristeas 72, Phld.Rh.p.5Aur., Plu.2.128e.
2 razonablemente Clem.Al.Paed.3.6.34.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀξιόλογος, -ον)
1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος
2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»].