ἀπενιαύτησις: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ [[exilio por un año]] τριετεῖς ἀ. Pl.<i>Lg</i>.868e.
|dgtxt=-εως, ἡ [[exilio por un año]] τριετεῖς ἀ. Pl.<i>Lg</i>.868e.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπενιαύτησις]], η [[απενιαυτώ]] κ. ἀπενιαύτισις, η [[απενιαυτίζω]]<br />[[εξορία]] για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[κυρίως]] για ένα [[έτος]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπενῐαύτησις Medium diacritics: ἀπενιαύτησις Low diacritics: απενιαύτησις Capitals: ΑΠΕΝΙΑΥΤΗΣΙΣ
Transliteration A: apeniaútēsis Transliteration B: apeniautēsis Transliteration C: apeniaytisis Beta Code: a)peniau/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A banishment for a term of years, τριετεῖς ἀ. ib.868e (v.l.-ισις).

German (Pape)

[Seite 286] ἡ, Verbannung (auf ein Jahr), Plat. Legg. IX, 868 e τριετεῖς; nur eine Handschrift hat ἀπενιαύτισις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπενιαύτησις: -εως, ἡ, ἐξορία, ἐπὶ ἕν ἔτος, Πλάτ. Νόμ. 868D (διάφ. γραφ. ἀπενιαύτισις). Ὡσαύτως -τισμός ὁ, «ἀπενιαυτισμός, ἡ εἰς ἐνιαυτὸν φυγὴ τοῖς φόνον δράσασιν» Ἡσύχ., Α. Β. 421. 18, Ἐτυμ. Μ. σ. 120. 17.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ exilio por un año τριετεῖς ἀ. Pl.Lg.868e.

Greek Monolingual

ἀπενιαύτησις, η απενιαυτώ κ. ἀπενιαύτισις, η απενιαυτίζω
εξορία για ορισμένο χρονικό διάστημα, κυρίως για ένα έτος.