ἀπογεύω: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(big3_5) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. en v. act. [[dar a probar]] abs. c. ac. de pers. αὐτούς Herod.Med. en Orib.5.30.21<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa σμικρὸν [[ἐξάγω]] μέρος, ὅσον ἀπογεῦσαι <i>AP</i> 4.3.39 (Agath.).<br /><b class="num">2</b> gener. intr. en v. med. [[probar]], [[gustar de]] c. gen. σιτίων Hp.<i>Epid</i>.7.2, τοῦ ἀεὶ παραφερομένου Pl.<i>R</i>.354b, βρωμάτων X.<i>Cyr</i>.1.3.4, πάντων ... τῶν παρακειμένων Plb.3.57.8, ἑκάστου Eub.42 (cj.), σαρκῶν Antiph.326, cf. Theopomp.Hist.270, ἀκράτου Plu.2.672a, σπλάγχνων Ath.23e, cf. Aristaenet.2.18.20, Agath.2.3.7, μιαρῶν ... τροφῶν LXX 4<i>Ma</i>.4.26<br /><b class="num">•</b>fig. τῶν σοφῶν Pl.<i>Tht</i>.157c, ἐλπίδος Ph.2.338, τοῦ πνεύματος Philostr.<i>Im</i>.1.20, ὑείων LXX 4<i>Ma</i>.5.6<br /><b class="num">•</b>c. ac. y gen. τῶν παρακειμένων ἕκαστον ἀπογεύονται Luc.<i>Am</i>.42<br /><b class="num">•</b>abs. ὅταν μέλλῃς ἀπογεύεσθαι, ἀλέχτορα θῦσον <i>PMag</i>.13.378, 379, cf. Longus 1.17. | |dgtxt=<b class="num">1</b> tr. en v. act. [[dar a probar]] abs. c. ac. de pers. αὐτούς Herod.Med. en Orib.5.30.21<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa σμικρὸν [[ἐξάγω]] μέρος, ὅσον ἀπογεῦσαι <i>AP</i> 4.3.39 (Agath.).<br /><b class="num">2</b> gener. intr. en v. med. [[probar]], [[gustar de]] c. gen. σιτίων Hp.<i>Epid</i>.7.2, τοῦ ἀεὶ παραφερομένου Pl.<i>R</i>.354b, βρωμάτων X.<i>Cyr</i>.1.3.4, πάντων ... τῶν παρακειμένων Plb.3.57.8, ἑκάστου Eub.42 (cj.), σαρκῶν Antiph.326, cf. Theopomp.Hist.270, ἀκράτου Plu.2.672a, σπλάγχνων Ath.23e, cf. Aristaenet.2.18.20, Agath.2.3.7, μιαρῶν ... τροφῶν LXX 4<i>Ma</i>.4.26<br /><b class="num">•</b>fig. τῶν σοφῶν Pl.<i>Tht</i>.157c, ἐλπίδος Ph.2.338, τοῦ πνεύματος Philostr.<i>Im</i>.1.20, ὑείων LXX 4<i>Ma</i>.5.6<br /><b class="num">•</b>c. ac. y gen. τῶν παρακειμένων ἕκαστον ἀπογεύονται Luc.<i>Am</i>.42<br /><b class="num">•</b>abs. ὅταν μέλλῃς ἀπογεύεσθαι, ἀλέχτορα θῦσον <i>PMag</i>.13.378, 379, cf. Longus 1.17. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπογεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δίνω]] μια μικρή [[ποσότητα]] φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., [[γεύομαι]] [[κάτι]], [[δοκιμάζω]] τη [[γεύση]] του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A give one a taste of, AP4.3.39 (Agath.); opp. ἀποπληρόω, Herod.Med. ap. Orib.5.30.21. II Med., take a taste of, σιτίων Hp.Epid.7.2, cf. Pl.R.354b, Tht.157d, X.Cyr.1.3.4, Plb.3.57.8; ἑκάστου μικρὸν ἀ. Eub.42, cf. Antiph.326: metaph., ἐλπίδος Ph.2.338.
French (Bailly abrégé)
faire goûter à;
Moy. ἀπογεύομαι goûter à ou de, gén..
Étymologie: ἀπό, γεύω.
Spanish (DGE)
1 tr. en v. act. dar a probar abs. c. ac. de pers. αὐτούς Herod.Med. en Orib.5.30.21
•c. ac. de cosa σμικρὸν ἐξάγω μέρος, ὅσον ἀπογεῦσαι AP 4.3.39 (Agath.).
2 gener. intr. en v. med. probar, gustar de c. gen. σιτίων Hp.Epid.7.2, τοῦ ἀεὶ παραφερομένου Pl.R.354b, βρωμάτων X.Cyr.1.3.4, πάντων ... τῶν παρακειμένων Plb.3.57.8, ἑκάστου Eub.42 (cj.), σαρκῶν Antiph.326, cf. Theopomp.Hist.270, ἀκράτου Plu.2.672a, σπλάγχνων Ath.23e, cf. Aristaenet.2.18.20, Agath.2.3.7, μιαρῶν ... τροφῶν LXX 4Ma.4.26
•fig. τῶν σοφῶν Pl.Tht.157c, ἐλπίδος Ph.2.338, τοῦ πνεύματος Philostr.Im.1.20, ὑείων LXX 4Ma.5.6
•c. ac. y gen. τῶν παρακειμένων ἕκαστον ἀπογεύονται Luc.Am.42
•abs. ὅταν μέλλῃς ἀπογεύεσθαι, ἀλέχτορα θῦσον PMag.13.378, 379, cf. Longus 1.17.
Greek Monotonic
ἀπογεύω: μέλ. -σω, δίνω μια μικρή ποσότητα φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., γεύομαι κάτι, δοκιμάζω τη γεύση του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν.