ἀποινάω: Difference between revisions
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
(big3_5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> abs. [[exigir indemnización por un crimen]] Sol.<i>Lg</i>.11, λυμαίνεσθαι δὲ μή, μηδὲ ἀποινᾶν Sol.<i>Lg</i>.16, <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.115.31 (V a.C.), λῄζεσθαί τε καὶ ἀποινᾶν Philostr.<i>Im</i>.2.19, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[obtener como recompensa]] τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις; E.<i>Rh</i>.177<br /><b class="num">•</b>fig. [[obtener compensación o venganza]] πολυφόνου χειρὸς ... λόγχᾳ E.<i>Rh</i>.466. | |dgtxt=<b class="num">1</b> abs. [[exigir indemnización por un crimen]] Sol.<i>Lg</i>.11, λυμαίνεσθαι δὲ μή, μηδὲ ἀποινᾶν Sol.<i>Lg</i>.16, <i>IG</i> 1<sup>2</sup>.115.31 (V a.C.), λῄζεσθαί τε καὶ ἀποινᾶν Philostr.<i>Im</i>.2.19, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[obtener como recompensa]] τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις; E.<i>Rh</i>.177<br /><b class="num">•</b>fig. [[obtener compensación o venganza]] πολυφόνου χειρὸς ... λόγχᾳ E.<i>Rh</i>.466. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποινάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[απαιτώ]] το οφειλόμενο [[πρόστιμο]] από τον φονιά, Νόμ. [[παρά]] Δημ. — Μέσ., [[λαμβάνω]] [[λύτρα]] για κάποιον, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A demand the fine due from the murderer (cf. ἄποινα 11), Lexap.D.23.28, cf. 33:—Med., hold to ransom, E.Rh.177, cf. 66 (lyr., dub.).
German (Pape)
[Seite 304] (ποινή), gegen ein Blutgeld einem Mörder seine Schuld erlassen, ein Lösegeld von Einem fordern, Dem. 23, 28 im Gesetz, wo er nachher χρήματα πράττεσθαι erklärt. – Med., sich ein Lösegeld geben lassen, Eur. Rhes. 177 τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις, Schol. λύτρα λαβὼν ἀπολῦσαι. Dah. Vergeltung üben, τινός, wofür, ὅπως πολυφόνου χειρὸς ἀποινάσαιο Eur. Rhes. 466. Vgl. ἀποινόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποινάω: (ποινὴ) ἀπαιτῶ τὸ παρὰ τοῦ φονέως ὀφειλόμενον πρόστιμον (ἴδε ἄποινα ΙΙ.), Νόμος παρὰ Δημ. 629, 22, πρβλ. 630 ἐν τέλ. - Μέσ. λαμβάνω λύτρα ὅπως ἀπολύσω τινά, τίν’ οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ’ ἀποινᾶσθαι θέλεις; «τίνα τῶν Ἀχαιῶν λύτρα λαβὼν βούλει ἀπολῦσαι;» (Σχόλ.) Εὐρ. Ρῆσ. 177, πρβλ. 466.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
exiger une rançon pour un meurtre.
Étymologie: ἄποινα.
Spanish (DGE)
1 abs. exigir indemnización por un crimen Sol.Lg.11, λυμαίνεσθαι δὲ μή, μηδὲ ἀποινᾶν Sol.Lg.16, IG 12.115.31 (V a.C.), λῄζεσθαί τε καὶ ἀποινᾶν Philostr.Im.2.19, cf. Hsch.
2 en v. med. obtener como recompensa τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις; E.Rh.177
•fig. obtener compensación o venganza πολυφόνου χειρὸς ... λόγχᾳ E.Rh.466.
Greek Monotonic
ἀποινάω: μέλ. -ήσω, απαιτώ το οφειλόμενο πρόστιμο από τον φονιά, Νόμ. παρά Δημ. — Μέσ., λαμβάνω λύτρα για κάποιον, σε Ευρ.