ἀποπεράω: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(big3_6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[atravesar]]εἰς τὴν [[ἄντικρυς]] νῆσον Plu.<i>Mar</i>.37, cf. <i>Pomp</i>.62.
|dgtxt=[[atravesar]]εἰς τὴν [[ἄντικρυς]] νῆσον Plu.<i>Mar</i>.37, cf. <i>Pomp</i>.62.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπεράω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, Ιων. <i>-ήσω</i>, λέγεται για θαλάσσιο πλου, περνώ στην [[απέναντι]] [[ξηρά]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπεράω Medium diacritics: ἀποπεράω Low diacritics: αποπεράω Capitals: ΑΠΟΠΕΡΑΩ
Transliteration A: apoperáō Transliteration B: apoperaō Transliteration C: apoperao Beta Code: a)popera/w

English (LSJ)

   A carry over, Plu.Pomp.62, Mar.37,al.

German (Pape)

[Seite 318] übersetzen, Plut. Pomp. 62 Mar. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπεράω: μέλλ. -άσω, Ἰων. -ήσω, ἐπὶ θαλάσσης, περῶ εἰς τὸ ἄλλο μέρος, εἰς τὴν ἀπέναντι ξηράν, Πλουτ. Πομπ. 62, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
traverser.
Étymologie: ἀπό, περάω.

Spanish (DGE)

atravesarεἰς τὴν ἄντικρυς νῆσον Plu.Mar.37, cf. Pomp.62.

Greek Monotonic

ἀποπεράω: μέλ. -άσω, Ιων. -ήσω, λέγεται για θαλάσσιο πλου, περνώ στην απέναντι ξηρά, σε Πλούτ.