ἀπόχρωσις: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(big3_6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ [[acción de colorear]] σκιᾶς Plu.2.346a. | |dgtxt=-εως, ἡ [[acción de colorear]] σκιᾶς Plu.2.346a. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόχρωσις:''' εως ἡ уменьшение яркости красок: ἀ. σκιᾶς Plut. светотень в красках. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποχρώννυμι)
A laying on colour, ἀ. σκιᾶς Plu.2.346a.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, das Abfärben; σκιᾶς, Vertheilung von Licht u. Schatten, Abstufung der Farben, Plut. glor. Ath. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχρωσις: -εως, ἡ (ἀποχρώννυμι) βαθμιαία μετάβασις ἀπὸ χρώματος εἰς χρῶμα ἢ ἀπὸ τοῦ ἀνοιχτοῦ χρώματος εἰς βαθὺ καὶ τἀνάπαλιν, Ἀπολλόδωρος ὁ ζωγράφος ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς Ἀθηναῖος ἦν Πλούτ. 2. 346Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dégradation de couleur.
Étymologie: ἀπό, χρώννυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ acción de colorear σκιᾶς Plu.2.346a.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόχρωσις: εως ἡ уменьшение яркости красок: ἀ. σκιᾶς Plut. светотень в красках.