ἀποφθεγματικός: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que habla por medio de apotegmas]], [[sentencioso]] τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.<i>Lyc</i>.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... [[βραχυλογία]] Plu.<i>Brut</i>.2, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.9, Sch.Er.<i>Il</i>.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.<i>Fr</i>.[29.30] 2.<br /><b class="num">2</b> adv. -κῶς [[sentenciosamente]], [[profundamente]] Eust.1870.46. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que habla por medio de apotegmas]], [[sentencioso]] τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.<i>Lyc</i>.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... [[βραχυλογία]] Plu.<i>Brut</i>.2, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.9, Sch.Er.<i>Il</i>.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.<i>Fr</i>.[29.30] 2.<br /><b class="num">2</b> adv. -κῶς [[sentenciosamente]], [[profundamente]] Eust.1870.46. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποφθεγματικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά<br /><b>2.</b> [[λιγόλογος]], [[λακωνικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A dealing in apophthegms, sententious, Plu.Lyc.19, Brut.2, Demetr.Eloc.9; θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ -κούς, i.e. bare assertions, Epicur.Nat.14.9. Adv. -κῶς Eust.1870.46.
German (Pape)
[Seite 334] spruchreich, der gern in Sentenzen spricht, καὶ βραχυλόγος Plut. Lyc. 19; βραχυλογία Brut. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφθεγματικός: ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα ὅταν λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος βραχυλόγος τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a un sens profond;
2 qui parle par sentences.
Étymologie: ἀπόφθεγμα.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que habla por medio de apotegmas, sentencioso τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.Lyc.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... βραχυλογία Plu.Brut.2, cf. Demetr.Eloc.9, Sch.Er.Il.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.Fr.[29.30] 2.
2 adv. -κῶς sentenciosamente, profundamente Eust.1870.46.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀποφθεγματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά
2. λιγόλογος, λακωνικός.