Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀργεμώνη: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(big3_6)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. argimonia</i> Ps.Apul.<i>Herb</i>.31.27<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[amapola macho]], [[Papaver argemone L.]], Crateuas <i>Fr</i>.9, Dsc.2.176, 177, Orib.14.60.2, Gal.11.835, Plin.<i>HN</i> 25.102.<br /><b class="num">2</b> ἀ. ἑτέρα prob. [[cariofilada]], [[Geum urbanum L.]] o [[Caucalis grandiflora L.]], Ps.Dsc.2.177, Ps.Apul.l.c., Hsch.
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. argimonia</i> Ps.Apul.<i>Herb</i>.31.27<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[amapola macho]], [[Papaver argemone L.]], Crateuas <i>Fr</i>.9, Dsc.2.176, 177, Orib.14.60.2, Gal.11.835, Plin.<i>HN</i> 25.102.<br /><b class="num">2</b> ἀ. ἑτέρα prob. [[cariofilada]], [[Geum urbanum L.]] o [[Caucalis grandiflora L.]], Ps.Dsc.2.177, Ps.Apul.l.c., Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀργεμώνη]])<br />αγριοπαπαρούνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αργεμώνη]] χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τον Διοσκουρίδη ως [[φάρμακο]] [[κατά]] της αρρώστιας [[άργεμος]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν πήρε από αυτό την [[ονομασία]] του. Δεν αποκλείεται [[ακόμη]] να προέρχεται από δάνεια ([[ξένη]]) [[λέξη]], παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η [[ερμηνεία]] της λ. από το εβρ. '<i>arg</i><i>ā</i><i>m</i><i>ā</i><i>n</i> «κόκκινη [[βαφή]]» [[είναι]] σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. [[αργεμώνη]] ανήκει σε [[ομάδα]] λέξεων που σχηματίζονται με το [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> και δηλώνουν ονόματα [[φυτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανεμώνη]], [[ιασιώνη]] <b>κ.ά.</b>). Η [[προέλευση]] των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργεμώνη Medium diacritics: ἀργεμώνη Low diacritics: αργεμώνη Capitals: ΑΡΓΕΜΩΝΗ
Transliteration A: argemṓnē Transliteration B: argemōnē Transliteration C: argemoni Beta Code: a)rgemw/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A Papaver Argemone, wind-rose, Crateuas Fr.9, Dsc.2.177, Orib.14.60.2, Gal.11.835.    2 ἀ. ἑτέρα, = ἄργεμον 11, Ps.-Dsc. 2.178; written argemonia by Plin.HN25.102.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργεμώνη: ἡ, «ὅλον μέν ἐστιν ὅμοιον ἀγρίᾳ μήκωνι˙ τὸ δὲ φύλλον ἔχει ἀνεμώνῃ ὅμοιον, ἐσχισμένον, ἄνθος φοινικοῦν, κεφαλὴν δὲ ἐοικυῖαν μήκωνι ῥοιάδι, ἐπιμηκεστέραν δὲ καὶ πλατεῖαν κατὰ τὰ ἄνωθεν μέρη, ῥίζαν στρογγύλην» Διοσκ. 2. 208, ἀγριοπαπαροῦνα ἐν Ζακύνθῳ, Sibth.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): lat. argimonia Ps.Apul.Herb.31.27
bot.
1 amapola macho, Papaver argemone L., Crateuas Fr.9, Dsc.2.176, 177, Orib.14.60.2, Gal.11.835, Plin.HN 25.102.
2 ἀ. ἑτέρα prob. cariofilada, Geum urbanum L. o Caucalis grandiflora L., Ps.Dsc.2.177, Ps.Apul.l.c., Hsch.

Greek Monolingual

η (Α ἀργεμώνη)
αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη, παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η ερμηνεία της λ. από το εβρ. 'argāmān «κόκκινη βαφή» είναι σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. αργεμώνη ανήκει σε ομάδα λέξεων που σχηματίζονται με το επίθημα -ώνη και δηλώνουν ονόματα φυτών (πρβλ. ανεμώνη, ιασιώνη κ.ά.). Η προέλευση των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη].