ἀρχεσίμολπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[que da comienzo al canto]] Μοῦσα Stesich.73.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[que da comienzo al canto]] Μοῦσα Stesich.73.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρχεσίμολπος]], -ον (Α)<br />(για [[μούσα]]) αυτή που αρχίζει το [[τραγούδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρχεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αρχε</i>-, [[κατά]] το [[πρότυπο]] των συνθέτων του τύπου <i>ακεσί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>αλγεσί</i>-<i>θυμος</i>, <i>αλφεσί</i>-<i>βοιος</i> <b>κ.ά.</b>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μολπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μέλπω]] «[[ψάλλω]], [[τραγουδώ]]»].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχεσίμολπος Medium diacritics: ἀρχεσίμολπος Low diacritics: αρχεσίμολπος Capitals: ΑΡΧΕΣΙΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: archesímolpos Transliteration B: archesimolpos Transliteration C: archesimolpos Beta Code: a)rxesi/molpos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A beginning the strain, Μοῦσα Stesich.77.

German (Pape)

[Seite 365] μοῦσα, gefangbeginnend, Stesichor. bei Ath. IV, 180 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχεσίμολπος: -ον, ἐπὶ Μούσης, ἡ ἀρχομένη τῆς μολπῆς, «καλεῖ Στησίχορος μὲν τὴν Μοῦσαν ἀρχεσίμολπον, Πίνδαρος δ’ ἀγησίχορα τὰ προοίμια» Ἀθήν. 180Ε (Στησίχ. 75).

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
que da comienzo al canto Μοῦσα Stesich.73.

Greek Monolingual

ἀρχεσίμολπος, -ον (Α)
(για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι- (< αρχε-, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί-μβροτος, αλγεσί-θυμος, αλφεσί-βοιος κ.ά.) + -μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»].