ἀστεργής: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> [[poco acogedor]], [[rígido]] τὸ ἄρσεν (σῶμα) Hp.<i>Gland</i>.16<br /><b class="num">•</b>[[que es desagradable por su rigidez]] ξύλον Hp.<i>Fract</i>.16, Ruf. en Orib.49.29.3, ἀ. γὰρ τοῖσι νεύροισι ἡ σκληρὴ κοίτη Aret.<i>CA</i> 1.1.2.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[implacable]] ὀργή S.<i>Ai</i>.776, χρόνος Lyc.311, χόλος Lyc.1166, τὰς ... δίκας ... ῥητρεύοντος ἀστεργεῖ τρόπῳ Lyc.1400.<br /><b class="num">2</b> [[insoportable]], [[ingrato]] πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδέν S.<i>OT</i> 229. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> [[poco acogedor]], [[rígido]] τὸ ἄρσεν (σῶμα) Hp.<i>Gland</i>.16<br /><b class="num">•</b>[[que es desagradable por su rigidez]] ξύλον Hp.<i>Fract</i>.16, Ruf. en Orib.49.29.3, ἀ. γὰρ τοῖσι νεύροισι ἡ σκληρὴ κοίτη Aret.<i>CA</i> 1.1.2.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[implacable]] ὀργή S.<i>Ai</i>.776, χρόνος Lyc.311, χόλος Lyc.1166, τὰς ... δίκας ... ῥητρεύοντος ἀστεργεῖ τρόπῳ Lyc.1400.<br /><b class="num">2</b> [[insoportable]], [[ingrato]] πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδέν S.<i>OT</i> 229. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀστεργής]], -ές (Α) [[στέργω]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[στοργή]], ο [[άκαμπτος]]<br /><b>2.</b> ο [[φοβερός]] ο [[ανυπόφορος]]<br /><b>3.</b> ο [[αποκρουστικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A without love, implacable, ὀργή S.Aj.776; ἀ. τι παθεῖν something intolerable, Id.OT229. II repellent, Hp.Gland.16; unyielding, -έστερον ξύλον Id.Fract.16 (s.v.l.), cf. Ruf. ap. Orib.49.28.3.
German (Pape)
[Seite 375] ές, lieblos, feindselig, ὀργὴ θεᾶς Soph. Ai. 764; οὐδὲν ἀστεργὲς πείσεται O. R. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεργής: -ές, μὴ ἐπιθυμητός, φοβερός, ἀστεργῆ θεᾶς ἐκτήσατ’ ὀργὴν Σοφ. Αἴ. 776· πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδὲν, ἄλλο μὲν οὐδὲν δυσάρεστον, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 229.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 haineux, implacable;
2 non aimable, pénible, intolérable.
Étymologie: ἀ, στέργω.
Spanish (DGE)
-ές
I poco acogedor, rígido τὸ ἄρσεν (σῶμα) Hp.Gland.16
•que es desagradable por su rigidez ξύλον Hp.Fract.16, Ruf. en Orib.49.29.3, ἀ. γὰρ τοῖσι νεύροισι ἡ σκληρὴ κοίτη Aret.CA 1.1.2.
II fig.
1 implacable ὀργή S.Ai.776, χρόνος Lyc.311, χόλος Lyc.1166, τὰς ... δίκας ... ῥητρεύοντος ἀστεργεῖ τρόπῳ Lyc.1400.
2 insoportable, ingrato πείσεται γὰρ ἄλλο μὲν ἀστεργὲς οὐδέν S.OT 229.
Greek Monolingual
ἀστεργής, -ές (Α) στέργω
1. ο χωρίς στοργή, ο άκαμπτος
2. ο φοβερός ο ανυπόφορος
3. ο αποκρουστικός.