ἀστυνομία: Difference between revisions
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cargo de astínomo]] (v. [[ἀστυνόμος]]) καλοῦσι δ' ἀστυνομίαν οἱ πλεῖστοι τὴν τοιαύτην ἀρχήν Arist.<i>Pol</i>.1321<sup>b</sup>23.<br /><b class="num">2</b> en Roma [[cargo de pretor urbano]] αἱρετὸς ὑπὸ τοῦ Καίσαρος ἐς τὴν ἀστυνομίαν προεκρίθη D.C.42.22.2. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cargo de astínomo]] (v. [[ἀστυνόμος]]) καλοῦσι δ' ἀστυνομίαν οἱ πλεῖστοι τὴν τοιαύτην ἀρχήν Arist.<i>Pol</i>.1321<sup>b</sup>23.<br /><b class="num">2</b> en Roma [[cargo de pretor urbano]] αἱρετὸς ὑπὸ τοῦ Καίσαρος ἐς τὴν ἀστυνομίαν προεκρίθη D.C.42.22.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀστυνομία]]) [[αστυνόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οργανωμένη κρατική [[υπηρεσία]] που έχει ως [[αποστολή]] την [[προστασία]] της ζωής, της [[τιμής]] και της περιουσίας των πολιτών, την [[εξασφάλιση]] της δημόσιας τάξης και ησυχίας και γενικά την [[εφαρμογή]] των νόμων που θεσπίζει η [[πολιτεία]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> οι άνδρες που απαρτίζουν το [[σώμα]] της Αστυνομίας<br /><b>3.</b> το [[κτήριο]] της Αστυνομίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του αστυνόμου<br /><b>2.</b> (στη [[Ρώμη]]) το [[αξίωμα]] του πραίτωρος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A the office of ἀστυνόμος, Arist.Pol.1321b23. 2 at Rome, the city praetorship, D.C.42.22.
German (Pape)
[Seite 379] ἡ, Amt u. Würde eines Astynomos, Arist. Pol. 6, 8. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠνομία: ἡ, τὸ ὑπούργημα τοῦ ἀστυνόμου, Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 5. 2) ἐν Ρώμῃ τὸ ἀξίωμα τοῦ πραίτωρος, Δίων Κ. 42. 22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction d’ἀστυνόμος ; à Rome fonction de préteur.
Étymologie: ἀστυνόμος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cargo de astínomo (v. ἀστυνόμος) καλοῦσι δ' ἀστυνομίαν οἱ πλεῖστοι τὴν τοιαύτην ἀρχήν Arist.Pol.1321b23.
2 en Roma cargo de pretor urbano αἱρετὸς ὑπὸ τοῦ Καίσαρος ἐς τὴν ἀστυνομίαν προεκρίθη D.C.42.22.2.
Greek Monolingual
η (Α ἀστυνομία) αστυνόμος
νεοελλ.
1. οργανωμένη κρατική υπηρεσία που έχει ως αποστολή την προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των πολιτών, την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ησυχίας και γενικά την εφαρμογή των νόμων που θεσπίζει η πολιτεία
2. συνεκδ. οι άνδρες που απαρτίζουν το σώμα της Αστυνομίας
3. το κτήριο της Αστυνομίας
αρχ.
1. το αξίωμα του αστυνόμου
2. (στη Ρώμη) το αξίωμα του πραίτωρος.