βαθυδινήεις: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(big3_8)
(7)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βᾰθῠδῑνήεις) -εσσα, -εν<br />[[de profundos remolinos]] de ríos<br /><b class="num">•</b>el Janto <i>Il</i>.21.15, Panyas.23.3, el Escamandro <i>Il</i>.21.603, el Asopo, Asius 1B., el Alfeo <i>h.Hom</i>.1.3, ῥόος Ὠκεανοῖο Doroth.428.11.
|dgtxt=(βᾰθῠδῑνήεις) -εσσα, -εν<br />[[de profundos remolinos]] de ríos<br /><b class="num">•</b>el Janto <i>Il</i>.21.15, Panyas.23.3, el Escamandro <i>Il</i>.21.603, el Asopo, Asius 1B., el Alfeo <i>h.Hom</i>.1.3, ῥόος Ὠκεανοῖο Doroth.428.11.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαθυδινήεις]], -εσσα, -εν και βαθυδινής, -ές και [[βαθυδίνης]], ο (Α)<br />(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, [[ορμητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βαθυδινήεις]] <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> [[δινήεις]] <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]] «η περιστροφική [[κίνηση]] του νερού, ο [[στρόβιλος]]», ο δε <i>βαθυδινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δινής</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 424] εσσα, εν, tiefwirbelnd, der Fluß Xanthos (Skamandros) Il. 21, 15. 603; Sp.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
aux tourbillons profonds.
Étymologie: βαθύς, δίνη.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠδῑνήεις) -εσσα, -εν
de profundos remolinos de ríos
el Janto Il.21.15, Panyas.23.3, el Escamandro Il.21.603, el Asopo, Asius 1B., el Alfeo h.Hom.1.3, ῥόος Ὠκεανοῖο Doroth.428.11.

Greek Monolingual

βαθυδινήεις, -εσσα, -εν και βαθυδινής, -ές και βαθυδίνης, ο (Α)
(για ποταμό) αυτός που σχηματίζει βαθιές δίνες, ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαθυδινήεις < βαθύς + δινήεις < δίνη «η περιστροφική κίνηση του νερού, ο στρόβιλος», ο δε βαθυδινής < βαθύς + -δινής < δίνη.