γαλακτοκόμος: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
(big3_9) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=ποιμήν Hsch. | |dgtxt=ποιμήν Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο<br />[[ειδικός]] [[τεχνίτης]] ή [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[γαλακτοκομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]] (-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[κομώ]] «[[φροντίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ποιμήν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 471] ὁ, Milchwärter, Hirt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γαλακτοκόμος: ὁ ποιμήν, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
ποιμήν Hsch.
Greek Monolingual
ο
ειδικός τεχνίτης ή επιστήμονας που ασχολείται με τη γαλακτοκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -κομος < αρχ. κομώ «φροντίζω»].