γενναιότης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(big3_9)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[alto nacimiento]], [[noble cuna]]del emperador Claudio, I.<i>AI</i> 19.212, cf. 17.333, de Heracles, Corn.<i>ND</i> 31<br /><b class="num">•</b>de pueblos [[nobleza]] γένους ... γενναιότητι D.Chr.39.1, τῷ ὄντι καθαρῶς ὄντας Ἕλληνας ἐν αὐτῷ τούτῳ τὴν γενναιότητα ἐπιδεικνύναι D.Chr.48.8<br /><b class="num">•</b>de anim. [[pura raza]] Max.Tyr.1.8.<br /><b class="num">2</b> [[nobleza de alma]] γ. σοι, μωρία δ' ἔνεστί τις de Antígona, E.<i>Ph</i>.1680, cf. Th.3.82, Plb.1.59.6<br /><b class="num">•</b>[[conducta noble]], [[entereza]], [[gallardía]], [[generosidad]] ὑπὸ γενναιότητος ... ταῦτα διενεγκεῖν Themist.<i>Ep</i>.13, γ. καὶ τόλμα Plb.1.36.7, τὸν [[ἑαυτοῦ]] θάνατον ὑπόδειγμα γενναιότητος LXX 2<i>Ma</i>.6.31, τοῦ βουλεύματος I.<i>BI</i> 7.406, cf. LXX 4<i>Ma</i>.17.2, ἠθῶν Phld.<i>Mus</i>.4.1B.9, Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 19.1.4, τῆς ψυχῆς D.C.36.12, de los mártires <i>Mart.Pol</i>.2.2, ἐν τοῖς λόγοις ἁπλότητα καὶ γενναιότητα τοῦ τρόπου D.Chr.18.11, como virtud estoica junto a σωφροσύνη καὶ εὐταξία Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.226.<br /><b class="num">3</b> [[fertilidad]] (τὸ [[γῄδιον]]) ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκεν X.<i>Cyr</i>.8.3.38, ἡ τῆς χώρας γ. Plb.3.44.8.
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[alto nacimiento]], [[noble cuna]]del emperador Claudio, I.<i>AI</i> 19.212, cf. 17.333, de Heracles, Corn.<i>ND</i> 31<br /><b class="num">•</b>de pueblos [[nobleza]] γένους ... γενναιότητι D.Chr.39.1, τῷ ὄντι καθαρῶς ὄντας Ἕλληνας ἐν αὐτῷ τούτῳ τὴν γενναιότητα ἐπιδεικνύναι D.Chr.48.8<br /><b class="num">•</b>de anim. [[pura raza]] Max.Tyr.1.8.<br /><b class="num">2</b> [[nobleza de alma]] γ. σοι, μωρία δ' ἔνεστί τις de Antígona, E.<i>Ph</i>.1680, cf. Th.3.82, Plb.1.59.6<br /><b class="num">•</b>[[conducta noble]], [[entereza]], [[gallardía]], [[generosidad]] ὑπὸ γενναιότητος ... ταῦτα διενεγκεῖν Themist.<i>Ep</i>.13, γ. καὶ τόλμα Plb.1.36.7, τὸν [[ἑαυτοῦ]] θάνατον ὑπόδειγμα γενναιότητος LXX 2<i>Ma</i>.6.31, τοῦ βουλεύματος I.<i>BI</i> 7.406, cf. LXX 4<i>Ma</i>.17.2, ἠθῶν Phld.<i>Mus</i>.4.1B.9, Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 19.1.4, τῆς ψυχῆς D.C.36.12, de los mártires <i>Mart.Pol</i>.2.2, ἐν τοῖς λόγοις ἁπλότητα καὶ γενναιότητα τοῦ τρόπου D.Chr.18.11, como virtud estoica junto a σωφροσύνη καὶ εὐταξία Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.226.<br /><b class="num">3</b> [[fertilidad]] (τὸ [[γῄδιον]]) ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκεν X.<i>Cyr</i>.8.3.38, ἡ τῆς χώρας γ. Plb.3.44.8.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γενναιότης:''' -ητος, ἡ ([[γενναῖος]]), η [[ευγένεια]] του χαρακτήρα, η αριστοκρατική [[συμπεριφορά]], σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για το [[έδαφος]], η [[γονιμότητα]], η [[ευφορία]] του εδάφους, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενναιότης Medium diacritics: γενναιότης Low diacritics: γενναιότης Capitals: ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: gennaiótēs Transliteration B: gennaiotēs Transliteration C: gennaiotis Beta Code: gennaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A the character of a γενναῖος, nobility, E.Ph. 1680, Th.3.82; of land, fertility, X.Cyr.8.3.38, Plb.3.44.8; noble birth, J.AJ19.3.1; high spirit, of colts, Max. Tyr.7.8.

German (Pape)

[Seite 483] ητος, ἡ, das Wesen des γενναῖος, Adel, Edelsinn, Eur. Phoen. 1694; Thuc. 3, 82; Pol. 1, 59, 7. Vom Lande, Fruchtbarkeit, Xen. Cyr. 8, 3, 38 Pol. 3, 44, 8.

Greek (Liddell-Scott)

γενναιότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ γενναίου, εὐγένεια, Εὐρ. Φοιν. 1680, Θουκ. 3. 82· ἐπὶ γῆς, εὐφορία, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
qualité d’une âme bien née, générosité, noblesse ; p. anal. en parl. du sol générosité, fécondité.
Étymologie: γενναῖος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 alto nacimiento, noble cunadel emperador Claudio, I.AI 19.212, cf. 17.333, de Heracles, Corn.ND 31
de pueblos nobleza γένους ... γενναιότητι D.Chr.39.1, τῷ ὄντι καθαρῶς ὄντας Ἕλληνας ἐν αὐτῷ τούτῳ τὴν γενναιότητα ἐπιδεικνύναι D.Chr.48.8
de anim. pura raza Max.Tyr.1.8.
2 nobleza de alma γ. σοι, μωρία δ' ἔνεστί τις de Antígona, E.Ph.1680, cf. Th.3.82, Plb.1.59.6
conducta noble, entereza, gallardía, generosidad ὑπὸ γενναιότητος ... ταῦτα διενεγκεῖν Themist.Ep.13, γ. καὶ τόλμα Plb.1.36.7, τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ὑπόδειγμα γενναιότητος LXX 2Ma.6.31, τοῦ βουλεύματος I.BI 7.406, cf. LXX 4Ma.17.2, ἠθῶν Phld.Mus.4.1B.9, Mac.Aeg.Serm.B 19.1.4, τῆς ψυχῆς D.C.36.12, de los mártires Mart.Pol.2.2, ἐν τοῖς λόγοις ἁπλότητα καὶ γενναιότητα τοῦ τρόπου D.Chr.18.11, como virtud estoica junto a σωφροσύνη καὶ εὐταξία Diog.Bab.Stoic.3.226.
3 fertilidad (τὸ γῄδιον) ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκεν X.Cyr.8.3.38, ἡ τῆς χώρας γ. Plb.3.44.8.

Greek Monotonic

γενναιότης: -ητος, ἡ (γενναῖος), η ευγένεια του χαρακτήρα, η αριστοκρατική συμπεριφορά, σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για το έδαφος, η γονιμότητα, η ευφορία του εδάφους, σε Ξεν.