γονικός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> rel. la procreación<br /><b class="num">1</b> [[de los progenitores]], [[ancestral]] μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.<i>Lex</i>.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν [[ἔθος]] <i>SB</i> 6704.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>astrol. [[de la procreación]] τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.<br /><b class="num">2</b> [[seminal]] γ. [[ἔκκρισις]] eyaculación</i> Arist.<i>Pr</i>.879<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> rel. sus consecuencias jur. [[recibido en herencia]], [[heredado]], [[paterno]] οἰκόπεδα <i>PPar</i>.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres</i>, <i>POxy</i>.2418.4 (V/VI d.C.), <i>PMasp</i>.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις <i>PMasp</i>.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς <i>PFlor</i>.294.73 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ γονικά [[propiedad hereditaria]], <i>A.Thom.A</i> 61.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> rel. la procreación<br /><b class="num">1</b> [[de los progenitores]], [[ancestral]] μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.<i>Lex</i>.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν [[ἔθος]] <i>SB</i> 6704.14 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>astrol. [[de la procreación]] τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.<br /><b class="num">2</b> [[seminal]] γ. [[ἔκκρισις]] eyaculación</i> Arist.<i>Pr</i>.879<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> rel. sus consecuencias jur. [[recibido en herencia]], [[heredado]], [[paterno]] οἰκόπεδα <i>PPar</i>.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres</i>, <i>POxy</i>.2418.4 (V/VI d.C.), <i>PMasp</i>.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις <i>PMasp</i>.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς <i>PFlor</i>.294.73 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ γονικά [[propiedad hereditaria]], <i>A.Thom.A</i> 61.
}}
{{grml
|mltxt=-ή και -ιά, -ό (AM [[γονικός]], -ή, -όν) [[γόνος]]<br />Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[γονή]], στο [[σπέρμα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />ο [[κληρονομικός]]<br />II. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πατρικό [[σπίτι]]<br /><b>2.</b> η πατρική [[περιουσία]]<br />III. (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) (μσν.- νεοελλ.)<br /><b>1.</b> οι γονείς<br /><b>2.</b> η [[οικογένεια]], οι συγγενείς<br /><b>3.</b> η οικογενειακή [[καταγωγή]]<br /><b>4.</b> οι πρόγονοι.
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονικός Medium diacritics: γονικός Low diacritics: γονικός Capitals: ΓΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: gonikós Transliteration B: gonikos Transliteration C: gonikos Beta Code: goniko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A γονή 11.1) of the seed, γ. ἔκκρισις Arist.Pr.879b28.    2 ancestral, νόμοι Tim.Lex. s.v. πατρονομούμενοι.

German (Pape)

[Seite 501] 1) zur Zeugung gehörig, ἔκκρισις Arist. probl. 4, 26, Saamenausleerung. – 2) die Eltern betreffend, väterlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γονικός: -ή, -όν, (γονή ΙΙ) τῆς σπορᾶς, τοῦ σπέρματος, γ. ἔκκρισις Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 6. 2) προγονικός, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I rel. la procreación
1 de los progenitores, ancestral μνησθέντα σε τῶν γονικῶν ἡμῶν δικαίων Ps.Callisth.2.19B, οἱ τοῖς γονικοῖς νόμοις χρώμενοι Tim.Lex.s.u. πατρονομούμενοι, πρὸς τὸ παλαιὸν καὶ γονικὸν ἡμῶν ἔθος SB 6704.14 (VI d.C.)
astrol. de la procreación τῶν ἀνατολῶν τῶν ζῳδίων ἐφ' ὧν τυγχάνουσιν οἱ γονικοὶ τόποι Heph.Astr.2.4.18.
2 seminal γ. ἔκκρισις eyaculación Arist.Pr.879b28.
II rel. sus consecuencias jur. recibido en herencia, heredado, paterno οἰκόπεδα PPar.20.31 (VI d.C.), γονικὰ πράγματα bienes por herencia de los padres, POxy.2418.4 (V/VI d.C.), PMasp.151.179 (VI d.C.), γ. ἔπαυλις PMasp.109.22 (VI d.C.), ἔχομεν ἐκ γονικῆς διαδοχῆς PFlor.294.73 (VI d.C.)
subst. τὰ γονικά propiedad hereditaria, A.Thom.A 61.

Greek Monolingual

-ή και -ιά, -ό (AM γονικός, -ή, -όν) γόνος
Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γονή, στο σπέρμα
μσν.- νεοελλ.
ο κληρονομικός
II. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) μσν.-νεοελλ.
1. το πατρικό σπίτι
2. η πατρική περιουσία
III. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) (μσν.- νεοελλ.)
1. οι γονείς
2. η οικογένεια, οι συγγενείς
3. η οικογενειακή καταγωγή
4. οι πρόγονοι.