διαλιμπάνω: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dejar un intervalo]] ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia</i> Hp.<i>Int</i>.48, <i>Dieb.Iudic</i>.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12<br /><b class="num">•</b>fig. [[dejar descansar]], [[dar tregua]] μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.<i>LC</i> 16 (p.248).<br /><b class="num">2</b> de actividades [[cesar]] c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar</i> LXX <i>To</i>.10.7, οὐ [[διαλιμπάνω]] κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' [[ἐμαυτοῦ]] πάντα πληρῶν οὐ [[διαλιμπάνω]] Eus. en <i>Cat.Ps</i>.118 <i>Pal</i>.77c.6, cf. Eus.<i>Is</i>.18.7, Mich.<i>in EN</i> 560.1.<br /><b class="num">3</b> [[apartarse]], [[alejarse]] (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.437A. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[dejar un intervalo]] ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia</i> Hp.<i>Int</i>.48, <i>Dieb.Iudic</i>.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12<br /><b class="num">•</b>fig. [[dejar descansar]], [[dar tregua]] μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.<i>LC</i> 16 (p.248).<br /><b class="num">2</b> de actividades [[cesar]] c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar</i> LXX <i>To</i>.10.7, οὐ [[διαλιμπάνω]] κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' [[ἐμαυτοῦ]] πάντα πληρῶν οὐ [[διαλιμπάνω]] Eus. en <i>Cat.Ps</i>.118 <i>Pal</i>.77c.6, cf. Eus.<i>Is</i>.18.7, Mich.<i>in EN</i> 560.1.<br /><b class="num">3</b> [[apartarse]], [[alejarse]] (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.437A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαλιμπάνω]] (AM) [[λιμπάνω]]<br /><b>1.</b> [[διαλείπω]]<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A = διαλείπω, intermit, Gal.17(1).220, Mich.in EN560.1, v.l. in Act.Ap.8.24.
German (Pape)
[Seite 587] = διαλείπω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διαλιμπάνω: διαλείπω, παρεμπίπτω μεταξύ, ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7).
Spanish (DGE)
1 dejar un intervalo ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia Hp.Int.48, Dieb.Iudic.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12
•fig. dejar descansar, dar tregua μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.LC 16 (p.248).
2 de actividades cesar c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar LXX To.10.7, οὐ διαλιμπάνω κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' ἐμαυτοῦ πάντα πληρῶν οὐ διαλιμπάνω Eus. en Cat.Ps.118 Pal.77c.6, cf. Eus.Is.18.7, Mich.in EN 560.1.
3 apartarse, alejarse (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.Serm.M.86.437A.
Greek Monolingual
διαλιμπάνω (AM) λιμπάνω
1. διαλείπω
2. εγκαταλείπω.