διασπορά: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(big3_11)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ᾶς, ἡ<br /><b class="num">1</b> gener. [[dispersión como acción]] ἣν (τὴν διάλυσιν τῆς ψυχῆς) Ἐπίκουρος εἰς κενόν καὶ ἀτόμους διασπορὰν ποιῶν (la disolución del alma) que Epicuro considera una dispersión hacia el vacío y los átomos</i> Plu.2.1105a, διασποραὶ ἀτόμων Plu.2.1109f, τῆς τέφρας Plu.<i>Sol</i>.32, [[ἕνωσις]] ἐκ πολυφωνίας καὶ διασπορᾶς Clem.Al.<i>Prot</i>.9.88, ψυχική Ph.2.426, δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς os dispersaré por todos los reinos de la tierra</i> LXX <i>Ie</i>.41.17, <i>De</i>.28.25.<br /><b class="num">2</b> como resultado de la acción, gener. de pers. [[dispersión]], [[diáspora]] εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων <i>Eu.Io</i>.7.35, esp. ref. a los judíos διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ LXX <i>Ie</i>.15.7, ἀνέβησαν ἐκ τῆς διασπορᾶς οὗ διεσπάρησαν LXX <i>Iu</i>.5.19, ἐν διασπορᾷ μεταξὺ ἐθνῶν ὄντες <i>Const.App</i>.6.24.5, a los cristianos αἱ [[δώδεκα]] φυλαὶ αἱ ἐν τῇ διασπορᾷ <i>Ep.Iac</i>.1.1, παρεπίδημοι διασπορᾶς Πόντου 1<i>Ep.Petr</i>.1.1, como lugar de exilio τοῖς ... ἐπισκόποις οἳ νῦν εἰσιν ἐν τῇ διασπορᾷ Basil.<i>Ep</i>.195.<br /><b class="num">3</b> ref. a las personas dispersas [[diáspora]], [[comunidad de la diáspora]] judía αἱ διασποραὶ τοῦ Ισραηλ LXX <i>Ps</i>.146.2<br /><b class="num">•</b>gener. [[tropa dispersa]], [[grupo disperso de personas]] τοῦς γονεῖς ... τὴν διασπορὰν ἐπαναγαγεῖν βουλομένους Basil.<i>Ep</i>.169.<br /><b class="num">4</b> [[distribución]], [[reparto]] τῶν χρημάτων Diad.<i>Perf</i>.66.
|dgtxt=-ᾶς, ἡ<br /><b class="num">1</b> gener. [[dispersión como acción]] ἣν (τὴν διάλυσιν τῆς ψυχῆς) Ἐπίκουρος εἰς κενόν καὶ ἀτόμους διασπορὰν ποιῶν (la disolución del alma) que Epicuro considera una dispersión hacia el vacío y los átomos</i> Plu.2.1105a, διασποραὶ ἀτόμων Plu.2.1109f, τῆς τέφρας Plu.<i>Sol</i>.32, [[ἕνωσις]] ἐκ πολυφωνίας καὶ διασπορᾶς Clem.Al.<i>Prot</i>.9.88, ψυχική Ph.2.426, δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς os dispersaré por todos los reinos de la tierra</i> LXX <i>Ie</i>.41.17, <i>De</i>.28.25.<br /><b class="num">2</b> como resultado de la acción, gener. de pers. [[dispersión]], [[diáspora]] εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων <i>Eu.Io</i>.7.35, esp. ref. a los judíos διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ LXX <i>Ie</i>.15.7, ἀνέβησαν ἐκ τῆς διασπορᾶς οὗ διεσπάρησαν LXX <i>Iu</i>.5.19, ἐν διασπορᾷ μεταξὺ ἐθνῶν ὄντες <i>Const.App</i>.6.24.5, a los cristianos αἱ [[δώδεκα]] φυλαὶ αἱ ἐν τῇ διασπορᾷ <i>Ep.Iac</i>.1.1, παρεπίδημοι διασπορᾶς Πόντου 1<i>Ep.Petr</i>.1.1, como lugar de exilio τοῖς ... ἐπισκόποις οἳ νῦν εἰσιν ἐν τῇ διασπορᾷ Basil.<i>Ep</i>.195.<br /><b class="num">3</b> ref. a las personas dispersas [[diáspora]], [[comunidad de la diáspora]] judía αἱ διασποραὶ τοῦ Ισραηλ LXX <i>Ps</i>.146.2<br /><b class="num">•</b>gener. [[tropa dispersa]], [[grupo disperso de personas]] τοῦς γονεῖς ... τὴν διασπορὰν ἐπαναγαγεῖν βουλομένους Basil.<i>Ep</i>.169.<br /><b class="num">4</b> [[distribución]], [[reparto]] τῶν χρημάτων Diad.<i>Perf</i>.66.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[διασπείρω]]; [[dispersion]], i.e. ([[specially]] and concretely) the (converted) Israelite [[resident]] in Gentile countries: ([[which]] are) [[scattered]] ([[abroad]]).
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπορά Medium diacritics: διασπορά Low diacritics: διασπορά Capitals: ΔΙΑΣΠΟΡΑ
Transliteration A: diasporá Transliteration B: diaspora Transliteration C: diaspora Beta Code: diaspora/

English (LSJ)

ἡ, (διασπείρω)

   A scattering, dispersion, Plu.2.1105a, LXX Je.15.7; δ. ψυχική Ph.2.426.    2 collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, LXXDe.28.25, Ev.Jo.7.35: pl., LXXPs.146(147).2.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

διασπορά: ἡ, (διασπείρω) διασκόρπησις, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
dispersion.
Étymologie: διασπείρω.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
1 gener. dispersión como acción ἣν (τὴν διάλυσιν τῆς ψυχῆς) Ἐπίκουρος εἰς κενόν καὶ ἀτόμους διασπορὰν ποιῶν (la disolución del alma) que Epicuro considera una dispersión hacia el vacío y los átomos Plu.2.1105a, διασποραὶ ἀτόμων Plu.2.1109f, τῆς τέφρας Plu.Sol.32, ἕνωσις ἐκ πολυφωνίας καὶ διασπορᾶς Clem.Al.Prot.9.88, ψυχική Ph.2.426, δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς os dispersaré por todos los reinos de la tierra LXX Ie.41.17, De.28.25.
2 como resultado de la acción, gener. de pers. dispersión, diáspora εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων Eu.Io.7.35, esp. ref. a los judíos διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ LXX Ie.15.7, ἀνέβησαν ἐκ τῆς διασπορᾶς οὗ διεσπάρησαν LXX Iu.5.19, ἐν διασπορᾷ μεταξὺ ἐθνῶν ὄντες Const.App.6.24.5, a los cristianos αἱ δώδεκα φυλαὶ αἱ ἐν τῇ διασπορᾷ Ep.Iac.1.1, παρεπίδημοι διασπορᾶς Πόντου 1Ep.Petr.1.1, como lugar de exilio τοῖς ... ἐπισκόποις οἳ νῦν εἰσιν ἐν τῇ διασπορᾷ Basil.Ep.195.
3 ref. a las personas dispersas diáspora, comunidad de la diáspora judía αἱ διασποραὶ τοῦ Ισραηλ LXX Ps.146.2
gener. tropa dispersa, grupo disperso de personas τοῦς γονεῖς ... τὴν διασπορὰν ἐπαναγαγεῖν βουλομένους Basil.Ep.169.
4 distribución, reparto τῶν χρημάτων Diad.Perf.66.

English (Strong)

from διασπείρω; dispersion, i.e. (specially and concretely) the (converted) Israelite resident in Gentile countries: (which are) scattered (abroad).