δολιχαύχην: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δολῐχαύχην) -ενος<br />[[de largo cuello]] πταναί E.<i>Hel</i>.1487, κύκνος B.16.6, E.<i>IA</i> 794. | |dgtxt=(δολῐχαύχην) -ενος<br />[[de largo cuello]] πταναί E.<i>Hel</i>.1487, κύκνος B.16.6, E.<i>IA</i> 794. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δολιχαύχην]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («[[δολιχαύχην]] [[κύκνος]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A long-necked, πταναί E.Hel. 1487 (lyr.); κύκνος B.15.6, E.IA793 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 654] ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ μακρὸν ἔχων λαιμόν, πταναὶ Εὐρ. Ἑλ. 1487· κύκνος Ψευδευριπ. Ι. Α. 794.
French (Bailly abrégé)
ενός (ὁ, ἡ)
au long cou.
Étymologie: δολιχός, αὐχήν.
Spanish (DGE)
(δολῐχαύχην) -ενος
de largo cuello πταναί E.Hel.1487, κύκνος B.16.6, E.IA 794.
Greek Monolingual
δολιχαύχην, ο, η (Α)
αυτός που έχει μακρύ αυχένα, λαιμό («δολιχαύχην κύκνος»).