ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[devanar]], [[desenrollar el hilo]] (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.<i>Pr</i>.947<sup>b</sup>2, cf. Paus.Gr.ε 26<br /><b class="num">•</b>fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto</i> dicho de Cleón, Ar.<i>Ra</i>.578.
|dgtxt=[[devanar]], [[desenrollar el hilo]] (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.<i>Pr</i>.947<sup>b</sup>2, cf. Paus.Gr.ε 26<br /><b class="num">•</b>fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto</i> dicho de Cleón, Ar.<i>Ra</i>.578.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκπηνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλώθω]], [[βγάζω]] [[μακριά]] [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό<br /><b>3.</b> (για συνήγορο) [[αποσπώ]] με τεχνάσματα.
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπηνίζομαι Medium diacritics: ἐκπηνίζομαι Low diacritics: εκπηνίζομαι Capitals: ΕΚΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpēnízomai Transliteration B: ekpēnizomai Transliteration C: ekpinizomai Beta Code: e)kphni/zomai

English (LSJ)

fut. -ιοῦμαι,

   A spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2 : metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.

German (Pape)

[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.

French (Bailly abrégé)

dévider, défiler.
Étymologie: ἐκ, πηνίζομαι.

Spanish (DGE)

devanar, desenrollar el hilo (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.Pr.947b2, cf. Paus.Gr.ε 26
fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto dicho de Cleón, Ar.Ra.578.

Greek Monolingual

ἐκπηνίζομαι (Α)
1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή
2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό
3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα.