ἐνθρονισμός: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[entronización]] en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.<br /><b class="num">2</b> crist. [[ocupación de la sede episcopal]], [[consagración como obispo]] τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου <i>CBeryt</i>.(449) <i>Act</i>.11.110 (p.30.1), cf. <i>CChalc</i>.(451) <i>Act</i>.12.31 (p.49.22). | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[entronización]] en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.<br /><b class="num">2</b> crist. [[ocupación de la sede episcopal]], [[consagración como obispo]] τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου <i>CBeryt</i>.(449) <i>Act</i>.11.110 (p.30.1), cf. <i>CChalc</i>.(451) <i>Act</i>.12.31 (p.49.22). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ενθρονιασμός, ο (AM [[ἐνθρονισμός]]) [[ενθρονίζω]]<br />η [[άνοδος]] αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εγκατάσταση]] και [[παραμονή]] ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εγκαίνια]] εκκλησίας ή αγίας τράπεζας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] τών προσοδίων του Πινδάρου<br /><b>3.</b> [[βιβλίο]] στο οποίο περιγράφεται η [[τάξη]], η [[εθιμοτυπία]] τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A enthroning, title of προσόδια by Pindar, Suid.
German (Pape)
[Seite 843] ὁ, das auf den Thron Setzen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρονισμός: ὁ, τὸ ἐνθρονίζειν ἐπίσκοπον, Σύνοδ. Χαλκ. 1568Β. 2) ἐγκαίνια ἐκκλησίας, Βαλσαμ. Συνοδ. VI. 31.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 entronización en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.
2 crist. ocupación de la sede episcopal, consagración como obispo τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου CBeryt.(449) Act.11.110 (p.30.1), cf. CChalc.(451) Act.12.31 (p.49.22).
Greek Monolingual
και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) ενθρονίζω
η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο
νεοελλ.
εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο
μσν.
1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας
2. τίτλος τών προσοδίων του Πινδάρου
3. βιβλίο στο οποίο περιγράφεται η τάξη, η εθιμοτυπία τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ.