ἀποδοκιμάζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ἀπό]] and [[δοκιμάζω]]; to [[disapprove]], i.e. (by [[implication]]) to [[repudiate]]: [[disallow]], [[reject]].
|strgr=from [[ἀπό]] and [[δοκιμάζω]]; to [[disapprove]], i.e. (by [[implication]]) to [[repudiate]]: [[disallow]], [[reject]].
}}
{{Thayer
|txtha=([[see]] [[δοκιμάζω]]); 1st aorist ἀπεδοκίμασα; [[passive]], 1st aorist ἀπεδοκιμασθην; [[perfect]] participle ἀποδεδοκιμασμενος; to [[disapprove]], [[reject]], [[repudiate]]: מָאַס in Psalm 118>); [[Herodotus]] 6,130 [[down]].)
}}
}}

Revision as of 18:13, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδοκῐμάζω Medium diacritics: ἀποδοκιμάζω Low diacritics: αποδοκιμάζω Capitals: ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΖΩ
Transliteration A: apodokimázō Transliteration B: apodokimazō Transliteration C: apodokimazo Beta Code: a)podokima/zw

English (LSJ)

   A reject on scrutiny or trial, reject a candidate from want of qualification, Hdt.6.130, Lys.13.10, Archipp.14:—Pass., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Din.2.10, cf. D.25.30.    2 generally, reject as unworthy or unfit, πασσόφους ἄνδρας Pl.Tht.181b; ἵππον X. Eq.Mag.1.13; νόμους Id.Mem.4.4.14; ἀργύριον Thphr.Char.4.11; τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.Pol.1341a26, cf. 37 (Pass.); [ἡ ὄρνις] ἀ. τὰ αὑτῆς Id.HA618a17; τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl. 8.12; τὸ ποιεῖν τι X.Cyr.8.1.47: c. inf., Phlp.in Ph.584.26.    II conclude, judge, Dam.Pr.117.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκῐμάζω: μέλλ. -άσω, ἀπορρίπτω μετὰ γενομένην δοκιμασίαν, δηλ. ἐξέτασιν, ἀπορρίπτω ὑποψήφιον δι’ ἔλλειψιν τῶν ἀπαιτουμένων προσόντων, Ἡρόδ. 6. 130, Λυσ. 130. 33, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 3: - Παθ., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Δείναρχ. 106. 20, πρβλ. Δημ. 779. 4. 2) ἐν γένει, δὲν ἐγκρίνω, ἀπορρίπτω ὡς ἀνάξιον ἢ ἀκατάλληλον, πασσόφους ἄνδρας Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· ἵππον Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 13· νόμον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 4, 14· τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 10, πρβλ. 15, κ. ἀλλ.· [ἡ ὄρνις] ἀπ. τὰ αὑτῆς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 29, 2· ἀποδοκιμάζει τὴν τοιαύτην διατριβὴν Τιμοκλ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 12· τὸ ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 47· πρβλ. ἀποδοκιμάω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποδοκιμάσω, ao. ἀπεδοκίμασα, pf. ἀποδεδοκίμακα;
Pass. ao. ἀπεδοκιμάσθην, pf. ἀποδεδοκίμασμαι;
rejeter à l’essai, repousser après une épreuve ; p. anal. rejeter comme indigne, insuffisant ou peu convenable, acc..
Étymologie: ἀπό, δοκιμάζω.

Spanish (DGE)

I 1rechazar a alguien para un cargo o dignidad después de que ha pasado una prueba o ha sido elegido, c. ac. de pers. στρατηγὸν χειροτονηθέντα Lys.13.10, αἱρουμένους Archipp.14, ἡ πόλις ... ἀποδοκιμάζουσα οὐκ ἐᾷ ἄρχειν τοῦτον X.Mem.2.2.13, ἀλλ' ὃν ἔφηβον ὄντα ἄρχειν εἵλεσθε, τοῦτον ἄνδρα γεγονότα ἀποδοκιμάσετε; D.C.36.28.2
en v. pas. ἐὰν δὲ τις ἀποδοκιμασθῇ καθ' ἡντιναοῦν ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν Pl.Lg.765d, cf. 767d, λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ὑπὸ τῶν ... τότε δικαζόντων Din.2.10, τοῖς ἀποδεδοκιμασμένοις ἄρχειν λαχοῦσιν a los que, tras haber obtenido un cargo por sorteo, no obtuvieron la aprobación D.25.30
c. ac. int. ἀποδοκιμάσας πάντα rechazando todas las pruebas Hp.VM 2
c. ac. de abstr. ὅτι τὴν ἀρχὴν ἣν ἔλαχεν <ἄρχειν> ἀπεδοκιμάσατε; D.25.67.
2 en gener. rechazar, desechar c. ac. de pers. τοὺς λοιπούς Hdt.6.130, πασσόφους ἄνδρας Pl.Tht.181b, τοὺς ἐραστάς D.61.4, τοὺς ψευδομένους Isoc.1.49, τοὺς ... κοσμίους τοῖς ἤθεσι καὶ τῶν ἰδίων βίων ἐπιμελουμένους Theopomp.Hist.225, cf. Hsch., en v. pas. δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ... ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων Eu.Luc.9.22, cf. Eu.Marc.8.31, θέλων κληρονομῆσαι τὴν εὐλογίαν ἀπεδοκιμάσθη Ep.Hebr.12.17, ἐὰν ἀποδοκιμασθῶ, ἐμισήσατε Ign.Rom.8.3
de animales ἵππον X.Eq.Mag.1.13, PCair.Isidor.72.38 (IV d.C.), χοιρίδια PCair.Isidor.44.9 (IV d.C.)
de abstr. νόμους X.Mem.4.4.14, τὰς διαθήκας Is.1.35, τὰς τέχνας καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς δυνάμεις Isoc.12.30, τοὺς λόγους Isoc.8.40, τὸν λόγον A.D.Coni.239.23, τὴν (τοῦ αὐλοῦ) χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.Pol.1341a26, cf. 37 (en v. pas.), τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl.8, τὴν ἐπιβολήν Plb.5.35.12, τὸν καθοπλισμόν Plb.18.28.9, τὴν πρᾶξιν Plu.2.91a, τὸ πρᾶγμα Plu.2.707c, τὰ πρὸς ἡδονὴν τῶν μελῶν Aristid.Quint.60.12, τὸ γράμμα Eus.Marcell.2.4
en v. pas. PGiss.47.16 (II d.C.)
rechazar por falso ἀργύρων Thphr.Char.4.13, fig. en v. pas. ἀργύριον ἀποδεδοκιμασμένον καλέσατε αὐτούς, ὅτι ἀπεδοκίμασεν αὐτοὺς κύριος LXX Ie.6.30
despreciar τὰ αὑτῆς Arist.HA 618a17.
II c. inf.
1 juzgar indigno, rechazar la idea de τὸ δοκεῖν ἐπιβουλεύειν σε τοῖς Ἕλλησιν Isoc.5.75, τὸ μὲν περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα καὶ ἀπολέμους ποιῆσαι X.Cyr.8.1.47, τὸ μὲν ἀπ' ἐξουσίας χρώμενον διατελεῖν ἅπαν I.AI 15.321
impedir εἰ δὲ ἀμετάβλητον βούλεται εἶναι τὸν τόπον, οὐκ ἂν τὸ διάστημα διὰ τὸ ἀμετάβλητον εἶναι ἀπεδοκίμαζε τόπον εἶναι τῶν φυσικῶν σωμάτων Phlp.in Ph.584.26.
2 juzgar, concluir καὶ ὡς ἐκεῖνα, οὕτω καὶ ταῦτα ... ἀποδοκιμάζομεν ἁρμόττειν ἐκείνοις τοῖς πράγμασιν Dam.Pr.117.

English (Strong)

from ἀπό and δοκιμάζω; to disapprove, i.e. (by implication) to repudiate: disallow, reject.

English (Thayer)

(see δοκιμάζω); 1st aorist ἀπεδοκίμασα; passive, 1st aorist ἀπεδοκιμασθην; perfect participle ἀποδεδοκιμασμενος; to disapprove, reject, repudiate: מָאַס in Psalm 118>); Herodotus 6,130 down.)