περιπείρω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[περί]] and the [[base]] of [[πέραν]]; to [[penetrate]] [[entirely]], i.e. [[transfix]] ([[figuratively]]): [[pierce]] [[through]].
|strgr=from [[περί]] and the [[base]] of [[πέραν]]; to [[penetrate]] [[entirely]], i.e. [[transfix]] ([[figuratively]]): [[pierce]] [[through]].
}}
{{Thayer
|txtha=1st aorist περιεπειρα; to [[pierce]] [[through]] ([[see]] [[περί]], III:3): τινα ξιφεσι, δόρατι, etc., Diodorus, Josephus, [[Plutarch]], Lucian, others; [[metaphorically]], ἑαυτόν ... ὀδύναις, to [[torture]] [[one]]'s [[soul]] [[with]] sorrows, ἀνηκέστοις κακοῖς, [[Philo]] in Flacc. § 1).
}}
}}

Revision as of 18:07, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπείρω Medium diacritics: περιπείρω Low diacritics: περιπείρω Capitals: ΠΕΡΙΠΕΙΡΩ
Transliteration A: peripeírō Transliteration B: peripeirō Transliteration C: peripeiro Beta Code: peripei/rw

English (LSJ)

   A put on a spit, π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27 : metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10 :—Pass., to be spitted or pierced, ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80 ; Χάρακι Id.19.84; σκόλοπι Ael.NA7.48; ὀβελοῖς Luc.Gall. 2 : metaph., to become entangled, δυσαναπορεύτοις βαράθροις περιπαρέντες Ph.1.672 ; δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411, cf. Vett.Val.250.11.    II run into, τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2 (Pass.):—Pass., ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10.

German (Pape)

[Seite 586] anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

περιπείρω: πείρω περί τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. ἐμπίπτω, ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ.

French (Bailly abrégé)

f. περιπερῶ, ao.2 Pass. περιεπάρην, etc.
percer de part en part, transpercer : τῷ ἀγκίστρῳ PLUT transpercer avec l’hameçon.
Étymologie: περί, πείρω.

English (Strong)

from περί and the base of πέραν; to penetrate entirely, i.e. transfix (figuratively): pierce through.

English (Thayer)

1st aorist περιεπειρα; to pierce through (see περί, III:3): τινα ξιφεσι, δόρατι, etc., Diodorus, Josephus, Plutarch, Lucian, others; metaphorically, ἑαυτόν ... ὀδύναις, to torture one's soul with sorrows, ἀνηκέστοις κακοῖς, Philo in Flacc. § 1).