ῥαβδίζω: Difference between revisions
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
(strοng) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[ῥάβδος]]; to [[strike]] [[with]] a [[stick]], i.e. bastinado: [[beat]] ([[with]] rods). | |strgr=from [[ῥάβδος]]; to [[strike]] [[with]] a [[stick]], i.e. bastinado: [[beat]] ([[with]] rods). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ῥαβδίζω]] ΝΜΑ [[ῥάβδος]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με ράβδο, [[δέρνω]] με το [[ραβδί]], [[ξυλοκοπώ]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με δέντρα) [[ρίχνω]] [[κάτω]] τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη [[ραβδιστήρα]] («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[σιτηρά]]) [[αποχωρίζω]] τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με [[ραβδί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
A beat with a rod or stick, cudgel, Ar.Lys.587, Pherecr.50, 2 Ep.Cor.11.25 (Pass.); ῥ. δένδρα thresh trees, to bring down the fruit, Thphr.CP1.19.4 (Pass.), cf. PRyl.148.20 (i A.D.); ἐλάας Thphr.CP 5.4.2; ῥ. [κριθάς] thresh out barley, LXX Ru.2.17; σῖτον ib.Jd.6.11.
German (Pape)
[Seite 829] mit der Ruthe, dem Stocke schlagen, streichen; Pherecrat. bei B. A. 113, 5; Ar. Lys. 587; Theophr.; N. T.; πυρούς, Weizen ausdreschen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδίζω: ὡς καὶ νῦν, κτυπῶ, δέρω διὰ τῆς ῥάβδου, ξυλίζω, Ἀριστοφ. Λυσ. 587, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 12· ῥ. δένδρα, κτυπῶ αὐτὰ διὰ ῥάβδου ὅπως καταρρίψω τὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 4, κτλ.· ἐλαίας αὐτόθι 5. 4, 2· ῥ. πυρούς, τύπτων ἀποχωρίζω τὸν σῖτον, Ἑβδ. (Ροὺθ Β΄, 17).
French (Bailly abrégé)
battre avec une baguette.
Étymologie: ῥάβδος.
English (Strong)
from ῥάβδος; to strike with a stick, i.e. bastinado: beat (with rods).
Greek Monolingual
ῥαβδίζω ΝΜΑ ῥάβδος
1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ
2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)
3. (σχετικά με σιτηρά) αποχωρίζω τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με ραβδί.