ἔνδυσις: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(T22) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐνδύσεως, ἡ ([[ἐνδύω]]), a putting on, (German das Anziehen, der Anzug): [[τῶν]] ἱματίων, [[clothing]], Athen. 12, p. 550c.; [[Dio]] Cassius, 78,3; an entering, [[Plato]], Crat., p. 419c.). | |txtha=ἐνδύσεως, ἡ ([[ἐνδύω]]), a putting on, (German das Anziehen, der Anzug): [[τῶν]] ἱματίων, [[clothing]], Athen. 12, p. 550c.; [[Dio]] Cassius, 78,3; an entering, [[Plato]], Crat., p. 419c.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔνδῠσις:''' -εως, ἡ (ἐνδύομαι), [[ενδυμασία]], [[ένδυμα]], [[ντύσιμο]], [[ρουχισμός]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐνδύω)
A entry, coined by Pl.Cra.419c; [σελήνη] ἐν Κρόνου ἐνδύσει Alex.Trall.12. 2 = κατάδυσις, Hsch. II putting on, ἱματίων 1 Ep.Pet.3.3; dressing, dress, LXX Es.5.1, Aristeas 96, Agatharch.57.
German (Pape)
[Seite 836] ἡ, 1) das Hineingehen, der Eingang, τῆς λύπης Plat. Crat. 419 c. – 2) der Anzug, καὶ στρωμνή Ath. XII, 550 d; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῠσις: -εως, ἡ, (ἐνδύω) εἴσδυσις, ὀδύνη δὲ ἀπὸ τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένῃ ἔοικεν Οκάτ. Κρατύλ. 419C. II. τὸ ἐνδύεσθαι, ἢ ἐνδύσεως ἰματίων Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, γ΄, 3· ἐνδυμασία, ἔνδυμα, ἱματισμός, τὰ περὶ τὴν ἔνδυσιν καὶ τὴν στρωμνὴν τῶν νέων Ἀθήν. 550D, Δίων Κ. 78. 33, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 5), Ἀκύλ. Ψαλμ. ΛΔ΄, 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’entrer dans, de pénétrer dans, gén.;
2 action de se vêtir, de se couvrir.
Étymologie: ἐνδύνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I abstr.
1 entrada, penetración «ὀδύνη» δὲ ἀπὸ τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένῃ ἔοικεν Pl.Cra.419c.
2 astr. ocaso, puesta de un astro Κρόνου Alex.Trall.2.579.32, cf. Hsch.
3 acción de ponerse un vestido, c. gen. ἐ. ἱματίων 1Ep.Petr.3.3
•acción de vestir o proporcionar vestimenta a alguien, c. gen. ἔ. ὀρφανῶν καὶ χηρῶν T.Iob 9.3
•hecho de ir vestido op. γυμνότης Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.24).
II concr. vestido κουφίζουσα τὴν ἔνδυσιν LXX Es.5.1a, cf. Ib.41.5, Aristeas 96, ἐνδύσει ... τοῖς αὐτῶν χρώμενοι δέρμασι Agatharch.57, ἔ. ... ὑφασμένη σὺν χρυσῷ T.Iob 25.7, cf. Aq.Ps.34.13, ἔνδυσιν ... κατακόπτων καὶ συρράπτων D.C.78.3.3, σχῆμα τῆς ἐνδύσεως Porph.Fr.350.33
•vestimenta, indumentaria καθεώρων ... τὰ περὶ τὴν ἔνδυσιν ... τῶν νέων Ath.550d.
English (Strong)
from ἐνδύω; investment with clothing: putting on.
English (Thayer)
ἐνδύσεως, ἡ (ἐνδύω), a putting on, (German das Anziehen, der Anzug): τῶν ἱματίων, clothing, Athen. 12, p. 550c.; Dio Cassius, 78,3; an entering, Plato, Crat., p. 419c.).
Greek Monotonic
ἔνδῠσις: -εως, ἡ (ἐνδύομαι), ενδυμασία, ένδυμα, ντύσιμο, ρουχισμός, σε Καινή Διαθήκη