φιλήδονος: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(T22)
(45)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=φιλήδον ([[φίλος]] and [[ἡδονή]]), [[loving]] [[pleasure]]: [[Polybius]] 40,6, 10; [[Plutarch]], Lucian, others.)  
|txtha=φιλήδον ([[φίλος]] and [[ἡδονή]]), [[loving]] [[pleasure]]: [[Polybius]] 40,6, 10; [[Plutarch]], Lucian, others.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλήδονος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά τις ηδονές, [[ιδίως]] τις σαρκικές, [[έκδοτος]] στις ηδονές, [[ηδυπαθής]] («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ηδονή]], [[ευφραντικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλήδονον</i><br />η [[φιληδονία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιληδόνως]] Α<br />με [[φιληδονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήδονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἡδονή]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-<i>ήδονος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήδονος Medium diacritics: φιλήδονος Low diacritics: φιλήδονος Capitals: ΦΙΛΗΔΟΝΟΣ
Transliteration A: philḗdonos Transliteration B: philēdonos Transliteration C: filidonos Beta Code: filh/donos

English (LSJ)

ον, (ἡδονή)

   A fond of pleasure, Plb.39.1.10, 2 Ep.Ti.3.4, Epict.Gnom.46, Plu.Galb.1, al., Luc.Herm.16, Max.Tyr.4.2, etc.: τὸ φ., = φιληδονία, Plu.2.1094a.    2 wont to bring delight, Βάκχοιο νᾶμα AP10.118.

German (Pape)

[Seite 1277] das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήδονος: -ον, (ἡδονὴ) ὁ φιλῶν τὰς ἡδονάς, Πολύβ. 40. 6, 11, Πλούτ. Λουκ., κλπ.· ― τὸ φιλ. = τῷ φιληδονία, Πλούτ. 2. 1094Α. ― Ἐπίρρ. -όνως, Κλήμ. Ἀλεξ. 525. 2) ὁ προξενῶν ἡδονήν, εὐφραίνων, ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ἀνθ. Π. 10. 118.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime ou recherche le plaisir, voluptueux ; τὸ φιλήδονον c. φιληδονία.
Étymologie: φίλος, ἡδονή.

English (Strong)

from φίλος and ἡδονή; fond of pleasure, i.e. voluptuous: lover of pleasure.

English (Thayer)

φιλήδον (φίλος and ἡδονή), loving pleasure: Polybius 40,6, 10; Plutarch, Lucian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλήδονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήδονον
η φιληδονία.
επίρρ...
φιληδόνως Α
με φιληδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήδονος (< ἡδονή), πρβλ. εὐ-ήδονος].