κενόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(T22)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κενοδοξον ([[κενός]], [[δόξα]]), glorying [[without]] [[reason]], [[conceited]], [[vain]]-[[glorious]], [[eager]] for [[empty]] [[glory]]: [[Polybius]], Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. [[Philo]] de trib. virt. § 2at the [[end]]); ecclesiastical writings.)  
|txtha=κενοδοξον ([[κενός]], [[δόξα]]), glorying [[without]] [[reason]], [[conceited]], [[vain]]-[[glorious]], [[eager]] for [[empty]] [[glory]]: [[Polybius]], Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. [[Philo]] de trib. virt. § 2at the [[end]]); ecclesiastical writings.)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κενόδοξος]], -ον)<br />αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη [[δόξα]], [[δοξομανής]], [[ματαιόδοξος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αλαζόνας]], [[φαντασμένος]], [[περήφανος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κενόδοξον</i><br />α) [[ματαιοδοξία]]<br />β) [[αλαζονεία]]<br />γ) τα [[μεγαλεία]] («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[κενοδόξως]] (Α [[κενοδόξως]])<br />με [[κενοδοξία]], ματαιόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ορθό]]-<i>δοξος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>δοξος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόδοξος Medium diacritics: κενόδοξος Low diacritics: κενόδοξος Capitals: ΚΕΝΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: kenódoxos Transliteration B: kenodoxos Transliteration C: kenodoksos Beta Code: keno/docos

English (LSJ)

ον,

   A vain-glorious, conceited, Plb.27.7.12, Ph.1.672, Ep.Gal.5.26, Arr. Epict.3.24.43, Jul.Or.6.180d; κληρονομία Vett.Val.271.2.

German (Pape)

[Seite 1417] voll eitler Ruhmsucht; Pol. 21, 6, 12; D. Sic. 17, 107; häufiger bei Sp., bes. K. S.; auch adv. κενοδόξως.

Greek (Liddell-Scott)

κενόδοξος: ον. ματαιόδοξος, μάταιος, ἀλαζών, κενῆς, ματαίας δόξης ἐπιθυμητής, ἐραστής, Πολύβ. 27.6, 12· «κενόδοξον κλητέον τὸν ἐφ’ οἷς μὴ πράττει δοξάζεσθαι βουλόμενον» Ἰσίδ. Πηλ. 3.381, σ. 402., 5.401, σ.682.

English (Strong)

from κενός and δόξα; vainly glorifying, i.e. self-conceited: desirous of vain-glory.

English (Thayer)

κενοδοξον (κενός, δόξα), glorying without reason, conceited, vain-glorious, eager for empty glory: Polybius, Diodorus; Antoninus 5,1; (cf. Philo de trib. virt. § 2at the end); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κενόδοξος, -ον)
αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος
μσν.
1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος
2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον
α) ματαιοδοξία
β) αλαζονεία
γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν του», Βέλθ.).
επίρρ...
κενοδόξωςκενοδόξως)
με κενοδοξία, ματαιόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].