κλυδωνίζομαι: Difference between revisions
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
(T22) |
(20) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=participle κλυδωνιζόμενος; ([[κλύδων]]); to be tossed by the waves; [[metaphorically]], to be agitated ([[like]] the waves) mentally (A. V. tossed to and [[fro]]): [[with]] the dative of instrum. παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, οἱ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται καί ἀναπαύσασθαι οὐ δυνήσονται, ὁ [[δῆμος]] ταρασσόμενος καί κλυδωνιζόμενος οἰχήσεται φεύγων, Josephus, Antiquities 9,11, 3; κλυδωνιζόμενος ἐκ [[τοῦ]] ποθου, Aristaenet. epistles 1,26, p. 121, Boissonade edition (Ephesians 27,14edition Abresch)). | |txtha=participle κλυδωνιζόμενος; ([[κλύδων]]); to be tossed by the waves; [[metaphorically]], to be agitated ([[like]] the waves) mentally (A. V. tossed to and [[fro]]): [[with]] the dative of instrum. παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, οἱ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται καί ἀναπαύσασθαι οὐ δυνήσονται, ὁ [[δῆμος]] ταρασσόμενος καί κλυδωνιζόμενος οἰχήσεται φεύγων, Josephus, Antiquities 9,11, 3; κλυδωνιζόμενος ἐκ [[τοῦ]] ποθου, Aristaenet. epistles 1,26, p. 121, Boissonade edition (Ephesians 27,14edition Abresch)). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κλυδωνίζομαι]]) [[κλύδων]]<br /><b>1.</b> συνταράσσομαι από [[μεγάλη]] [[φουρτούνα]], [[παλεύω]] με τα κύματα («το [[πλοίο]] κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε [[θαλασσοταραχή]], βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή [[κατάσταση]] (α. «οἱ δὲ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται», ΠΔ<br />β. «ἵνα [[μηκέτι]] ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας», ΚΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1457] Wellen schlagen, wogen, rauschen, von den Wogen herumgeworfen werden, auch übertr. vom Unglück, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠδωνίζομαι: Παθ., πληροῦμαι κυμάτων, κυμαίνομαι, ταράττομαι, Ἡσύχ.· διαρρίπτομαι ὡς ὑπὸ κυμάτων, παντὶ ἀνέμῳ Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. 4. 14· ― ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰωσήπ. Γένεσ. 35Β.
English (Strong)
middle voice from κλύδων; to surge, i.e. (figuratively) to fluctuate: toss to and fro.
English (Thayer)
participle κλυδωνιζόμενος; (κλύδων); to be tossed by the waves; metaphorically, to be agitated (like the waves) mentally (A. V. tossed to and fro): with the dative of instrum. παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, οἱ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται καί ἀναπαύσασθαι οὐ δυνήσονται, ὁ δῆμος ταρασσόμενος καί κλυδωνιζόμενος οἰχήσεται φεύγων, Josephus, Antiquities 9,11, 3; κλυδωνιζόμενος ἐκ τοῦ ποθου, Aristaenet. epistles 1,26, p. 121, Boissonade edition (Ephesians 27,14edition Abresch)).
Greek Monolingual
(AM κλυδωνίζομαι) κλύδων
1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί»)
2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή κατάσταση (α. «οἱ δὲ ἄδικοι κλυδωνισθήσονται», ΠΔ
β. «ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας», ΚΔ).