φουρτούνα
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek Monolingual
και φορτούνα, η, Ν
1. τρικυμία, θαλασσοταραχή
2. κακοκαιρία, θύελλα
3. μτφ. άσχημη περιπέτεια, κακοτυχία (α. «φουρτούνα που μάς βρήκε» β. «πέρασε μεγάλη φουρτούνα τον περασμένο μήνα»)
4. φρ. α) «φουρτούνα στα μπατζάκια σου» — αλίμονό σου, τί σέ περιμένει!
β) «φουρτούνα σου» — λέγεται για έκφραση θλίψης ή για ελεεινολογία
5. παροιμ. «ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται» — στις δύσκολες περιστάσεις φαίνονται οι ικανότητες κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φορτούνα < ιταλ. fortuna «τύχη, δυστυχία, κακοτυχία» (< λατ. fortuna), ενώ ο τ. φουρτούνα < φορτούνα με αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -ου-].