χρυσόλιθος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(T22) |
(47c) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=χρυσολιθου, ὁ ([[χρυσός]] and [[λίθος]]), chrysolith, chrysolite, a [[precious]] [[stone]] of a [[golden]] color; [[our]] topaz (cf. BB. DD., [[under]] the [[word]] Chrysolite; [[especially]] Riehm, HWB, [[under]] the [[word]] Edelsteine 5,19): Diodorus 2,52; Josephus, Antiquities 3,7, 5; the Sept. for תַּרְשִׁישׁ, Aq.).) | |txtha=χρυσολιθου, ὁ ([[χρυσός]] and [[λίθος]]), chrysolith, chrysolite, a [[precious]] [[stone]] of a [[golden]] color; [[our]] topaz (cf. BB. DD., [[under]] the [[word]] Chrysolite; [[especially]] Riehm, HWB, [[under]] the [[word]] Edelsteine 5,19): Diodorus 2,52; Josephus, Antiquities 3,7, 5; the Sept. for תַּרְשִׁישׁ, Aq.).) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του σιδήρου και του μαγνησίου, που ανήκει στην [[ομάδα]] του ολιβίνη<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου με χρυσές ανταύγειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>λιθος</i>). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>chrysolite</i>, μέσω του λατ. <i>chrysolithos</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A topaz, LXX Ex.28.20, 36.20 (39.13), D.S.2.52, Apoc.21.20, Plin.HN37.126, Orph.L.298,300, PLond.3.928.15 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, Goldstein, ein durchsichtiger Edelstein von Goldfarbe, der Topas der ältern Griechen, Plin. H. N. 37, 9,42.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόλῐθος: ὁ, ἴσως καὶ ἡ, λαμπρὸς τις κιτρινωπὸς πολύτιμος λίθος (ἴσως τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον), Διόδ. 2. 52, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 20, ΛΘ΄, 11)· πρβλ. Πλίν. 37. 42.
English (Strong)
from χρυσός and λίθος; gold-stone, i.e. a yellow gem ("chrysolite"): chrysolite.
English (Thayer)
χρυσολιθου, ὁ (χρυσός and λίθος), chrysolith, chrysolite, a precious stone of a golden color; our topaz (cf. BB. DD., under the word Chrysolite; especially Riehm, HWB, under the word Edelsteine 5,19): Diodorus 2,52; Josephus, Antiquities 3,7, 5; the Sept. for תַּרְשִׁישׁ, Aq.).)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του σιδήρου και του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα του ολιβίνη
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου με χρυσές ανταύγειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + λίθος (πρβλ. χαλκό-λιθος). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysolite, μέσω του λατ. chrysolithos].