χρυσήλατος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(47b)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσήλατος]], -ον, ΝΜΑ, και [[χρυσέλατος]] Α<br />κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]] «[[χτυπώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσήλατος]], -ον, ΝΜΑ, και [[χρυσέλατος]] Α<br />κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]] «[[χτυπώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]] III), κατασκευασμένος από κατεργασμένο χρυσό, από σφυρηλατημένο χρυσό, σε Τραγ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσήλᾰτος Medium diacritics: χρυσήλατος Low diacritics: χρυσήλατος Capitals: ΧΡΥΣΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: chrysḗlatos Transliteration B: chrysēlatos Transliteration C: chrysilatos Beta Code: xrush/latos

English (LSJ)

ον, (

   A ἐλαύνω 111.1) of beaten gold, A. Th.644, S.OT1268, E.Ph.62, Ar.Pl.9, Plu.Demetr.53; ἄνδρες Luc. Sat.8; Παρία πέτρα E.ap.Satyr.Vit.Eur.Oxy.1176Fr.38ii24.

German (Pape)

[Seite 1380] aus Gold getrieben, gearbeitet; ὄφεις Eur. Ion 25, wie Aesch. Eum. 173 Spt. 626; περονίς Soph. Tr. 920 O. R. 1268; πλόκος Eur. Med. 786; πόρπαι Phoen. 62, u. öfter; Ar. Plut. 9.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω ΙΙΙ. 1) ὁ ἐκ σφυρηλάτου χρυσοῦ εἰργασμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 644, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1268, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l’or s’étend ou s’étire (sous le marteau), travaillé en or.
Étymologie: χρυσός, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσήλατος, -ον, ΝΜΑ, και χρυσέλατος Α
κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

χρῡσήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω III), κατασκευασμένος από κατεργασμένο χρυσό, από σφυρηλατημένο χρυσό, σε Τραγ.