ψήκτρα: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψήκτρια]] και ψηκτρία και [[ψηκτρίς]], -[[ίδος]], Α<br />[[εργαλείο]] απόξεσης ή καθαρισμού, [[ιδίως]] του τριχώματος τών αλόγων, [[ξυστρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] από ισομήκεις [[τρίχες]], ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή [[στίλβωση]], [[βούρτσα]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[αγώγιμο]] [[σώμα]], [[κατά]] κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα [[επαφή]] την ηλεκτρική [[σύνδεση]] [[μεταξύ]] κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήχω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> / -<i>τρια</i> / -[[τρίς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψύκ</i>-<i>τρα</i>, <i>δέκ</i>-<i>τρια</i>, <i>ὀρυκ</i>-[[τρίς]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψήκτρια]] και ψηκτρία και [[ψηκτρίς]], -[[ίδος]], Α<br />[[εργαλείο]] απόξεσης ή καθαρισμού, [[ιδίως]] του τριχώματος τών αλόγων, [[ξυστρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] από ισομήκεις [[τρίχες]], ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή [[στίλβωση]], [[βούρτσα]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[αγώγιμο]] [[σώμα]], [[κατά]] κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα [[επαφή]] την ηλεκτρική [[σύνδεση]] [[μεταξύ]] κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήχω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> / -<i>τρια</i> / -[[τρίς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψύκ</i>-<i>τρα</i>, <i>δέκ</i>-<i>τρια</i>, <i>ὀρυκ</i>-[[τρίς]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψήκτρα:''' ἡ ([[ψύχω]]), όργανο που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους στα λουτρά, [[ξύστρα]], όπως το [[στλεγγίς]], σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψήκτρα Medium diacritics: ψήκτρα Low diacritics: ψήκτρα Capitals: ΨΗΚΤΡΑ
Transliteration A: psḗktra Transliteration B: psēktra Transliteration C: psiktra Beta Code: yh/ktra

English (LSJ)

ἡ, (ψήχω)

   A curry-comb for horses, S.Fr.475, E.Hipp. 1174, Ar.Fr.62, AP6.233 (Maec.), 246 (Phld. or Marc.Arg.), PSI 4.430.5 (iii B.C.), etc. In Hsch. also ψακτήρ and (as glosses on ξύστρα). Also strigil.

German (Pape)

[Seite 1396] ἡ, ein Werkzeug, damit abzustreichen, abzureiben oder abzukratzen, bes. eine Pferdestriegel, Soph. frg. 422; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας Eur. Hipp. 1174; σιδηρόδετος Qu. Maec. 6 (VI, 233); δονακῆτις Phani. 6 (VI, 307); ἐρυοίθριξ Philodem. 27 (VI, 246).

Greek (Liddell-Scott)

ψήκτρα: ἡ, (ψήχω) ἐργαλεῖόν τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἐν τοῖς λουτρῶσι λουομένοις, εἶδος ξύστρου, ὡς τὸ στλεγγίς, Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ἱππ. 1174, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 138, Ἀνθ. Π. 233, 246, κλπ. Παρ’ Ἡσύχ. καὶ ψήκτρια, ψηκτρια, ψηκτρίς, ψακτήρ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
étrille pour les chevaux.
Étymologie: ψήχω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, -ίδος, Α
εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως του τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί
νεοελλ.
1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα
2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα, κατά κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα επαφή την ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήχω + επίθημα -τρα / -τρια / -τρίς (πρβλ. ψύκ-τρα, δέκ-τρια, ὀρυκ-τρίς)].

Greek Monotonic

ψήκτρα: ἡ (ψύχω), όργανο που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους στα λουτρά, ξύστρα, όπως το στλεγγίς, σε Ευρ., Ανθ.