αθροίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀθροίζω]] και ἁθροίζω)<br />[[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]], [[συναθροίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Μαθημ.</b> [[εκτελώ]] την [[πράξη]] της προσθέσεως, [[προσθέτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[παραθέτω]] συγκεντρωτικά, [[αραδιάζω]]<br /><b>2.</b> [[συσσωρεύω]], [[θησαυρίζω]]<br />ΙΙ <b>μέσ.</b> [[συγκεντρώνω]] για τον εαυτό μου ή [[γύρω]] από τον εαυτό μου<br />ΙΙΙ <b>παθ.</b> α. (με μέσ. σημ.)<br /><b>1.</b> συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι<br /><b>2.</b> αυτοσυγκεντρώνομαι, [[συνέρχομαι]], [[ανακτώ]] την πνευματική μου [[διαύγεια]]<br /><b>3.</b> αυξάνομαι, [[γίνομαι]] [[μεγάλος]]<br />β. (<b>με ενεργ. σημ.</b>)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] [[μερίδα]], [[κόμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Ἀθροίζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀθρο</i>-<i>ίζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀθρό</i>-<i>ος</i> (<i>ἁθρό</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>άθροισις</i> (-<i>η</i>), [[άθροισμα]], [[αθροιστικός]]].
|mltxt=(Α [[ἀθροίζω]] και ἁθροίζω)<br />[[συλλέγω]], [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]], [[συναθροίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Μαθημ.</b> [[εκτελώ]] την [[πράξη]] της προσθέσεως, [[προσθέτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[παραθέτω]] συγκεντρωτικά, [[αραδιάζω]]<br /><b>2.</b> [[συσσωρεύω]], [[θησαυρίζω]]<br />ΙΙ <b>μέσ.</b> [[συγκεντρώνω]] για τον εαυτό μου ή [[γύρω]] από τον εαυτό μου<br />ΙΙΙ <b>παθ.</b> α. (με μέσ. σημ.)<br /><b>1.</b> συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι<br /><b>2.</b> αυτοσυγκεντρώνομαι, [[συνέρχομαι]], [[ανακτώ]] την πνευματική μου [[διαύγεια]]<br /><b>3.</b> αυξάνομαι, [[γίνομαι]] [[μεγάλος]]<br />β. (<b>με ενεργ. σημ.</b>)<br /><b>1.</b> [[σχηματίζω]] [[κοινωνία]]<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] [[μερίδα]], [[κόμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>Ἀθροίζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀθρο</i>-<i>ίζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀθρό</i>-<i>ος</i> (<i>ἁθρό</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>άθροισις</i> (-<i>η</i>), [[άθροισμα]], [[αθροιστικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀθροίζω και ἁθροίζω)
συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω
νεοελλ.
Μαθημ. εκτελώ την πράξη της προσθέσεως, προσθέτω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. παραθέτω συγκεντρωτικά, αραδιάζω
2. συσσωρεύω, θησαυρίζω
ΙΙ μέσ. συγκεντρώνω για τον εαυτό μου ή γύρω από τον εαυτό μου
ΙΙΙ παθ. α. (με μέσ. σημ.)
1. συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι
2. αυτοσυγκεντρώνομαι, συνέρχομαι, ανακτώ την πνευματική μου διαύγεια
3. αυξάνομαι, γίνομαι μεγάλος
β. (με ενεργ. σημ.)
1. σχηματίζω κοινωνία
2. σχηματίζω μερίδα, κόμμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ἀθροίζω < ἀθρο-ίζω < ἀθρό-ος (ἁθρό-ος) + κατάλ. -ίζω.
ΠΑΡ. άθροισις (-η), άθροισμα, αθροιστικός].